Το "empapelar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [em.pa.'pe.laɾ]
Η λέξη "empapelar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να καλύψεις κάτι με χαρτί. Στον ευρύτερο όρο μπορεί να αναφέρεται σε διαδικασίες, όπως η διαδικασία του να βάλεις χαρτιά σε έναν φάκελο ή να επικολλήσεις χαρτογραφία σε τοίχο. Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά παρατηρείται περισσότερη χρήση στον ομαδικό λόγο και σε καθημερινές συνομιλίες.
Voy a empapelar la sala para la fiesta.
Θα καλύψω την αίθουσα με χαρτιά για το πάρτι.
Es necesario empapelar todos los documentos para enviarlos.
Είναι απαραίτητο να ετοιμάσω όλα τα έγγραφα για να τα στείλω.
Tienes que empapelar la pared antes de pintar.
Πρέπει να καλύψεις τον τοίχο πριν να βάψεις.
Η λέξη "empapelar" δεν είναι συνήθως μέρος διάφορων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα πλαίσια που σχετίζονται με την επισημοποίηση διαδικασιών ή την προετοιμασία.
Empapelar para evitar confusiones.
Καλύπτω με χαρτιά για να αποτρέψω τις συγχύσεις.
La burocracia empapela todo el proceso.
Η γραφειοκρατία καλύπτει όλη τη διαδικασία.
Siempre hay que empapelar los archivos antes de archivarlos.
Πάντα πρέπει να ετοιμάζεις τα αρχεία πριν τα καταθέσεις.
Η λέξη "empapelar" προέρχεται από το "papel", που σημαίνει "χαρτί", με την προσθήκη του προθέματος "em-", το οποίο δηλώνει την κατεύθυνση της δράσης.
Συνώνυμα: - Cubrir (να καλύψεις) - Revestir (να επενδύσεις)
Αντώνυμα: - Descubrir (να αποκαλύψεις) - Despejar (να ξεκαθαρίσεις)