Empaque είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/emˈpakɛ/
Η λέξη empaque αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της τοποθέτησης ή συσκευασίας αντικειμένων σε ένα κουτί ή πακέτο, προκειμένου να γίνουν ευκολότερα μεταφερόμενα ή αποθηκευμένα. Χρησιμοποιείται συχνά σε εμπορικά συμφραζόμενα, αλλά και σε καθημερινές καταστάσεις. Οι τρεις διαφορετικοί τομείς (γενικά, οικονομικά και τεχνικά) επηρεάζουν τη χρήση αυτής της λέξης.
Η χρήση της λέξης empaque είναι αρκετά δημοφιλής και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή στα γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την βιομηχανία, το εμπόριο και την παραγωγή.
Η συσκευασία του προϊόντος είναι πολύ ελκυστική.
Necesito mejorar el empaque para que no se dañe durante el transporte.
Η λέξη empaque δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις για να περιγράψει μια κατάσταση ή την ποιότητα ενός προϊόντος. Παρόλα αυτά, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει κάποιες εκφράσεις:
Ποιότητα συσκευασίας: Η ποιότητα της συσκευασίας είναι σημαντική για την πώληση του προϊόντος.
Hacer un buen empaque
Κάνω καλή συσκευασία: Είναι σημαντικό να κάνετε καλή συσκευασία για να διασφαλίσετε τη φρεσκάδα.
El empaque influye en la decisión de compra.
Η λέξη empaque προέρχεται από τα ισπανικά και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "impacare", που σημαίνει «τοποθετώ μέσα ή καλύπτω». Στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα, η λέξη έχει υιοθετηθεί ευρέως σε οικονομικά και εμπορικά συμφραζόμενα.
Συνώνυμα: - Envoltura (τύλιγμα) - Embalaje (συσκευασία)
Αντώνυμα: - Desempaque (ξεσυσκευασία) - Desembalaje (ξεσυσκευασία)