empaquetadura - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

empaquetadura (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη empaquetadura είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /em.pa.ke.taˈðu.ɾa/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη empaquetadura αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της συσκευασίας κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τομείς όπως η βιομηχανία, το εμπόριο και ειδικότερα σε τεχνικές ή ναυτικές εφαρμογές. Στα Ισπανικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε γενικά και τεχνικά συμφραζόμενα.

Χρήση

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά συχνή στις γραπτές και προφορικές συνομιλίες που αφορούν τη συσκευασία και μεταφορά αγαθών. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικό και βιομηχανικό περιβάλλον.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La empaquetadura del producto garantiza su protección.
  2. Η συσκευασία του προϊόντος εγγυάται την προστασία του.

  3. Necesitamos mejorar la empaquetadura para evitar daños en el transporte.

  4. Πρέπει να βελτιώσουμε την συσκευασία για να αποφύγουμε ζημιές κατά τη μεταφορά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη empaquetadura δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε συνδυασμούς που σχετίζονται με την εμπορευματοποίηση και τη μεταφορά προϊόντων.

  1. Una buena empaquetadura es clave para la venta.
  2. Μια καλή συσκευασία είναι κλειδί για την πώληση.

  3. La empaquetadura excesiva puede generar desperdicio.

  4. Η υπερβολική συσκευασία μπορεί να προκαλέσει σπατάλη.

  5. El diseño de la empaquetadura influye en la decisión del consumidor.

  6. Ο σχεδιασμός της συσκευασίας επηρεάζει την απόφαση του καταναλωτή.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη empaquetadura προέρχεται από το ρήμα empaquetar (να συσκευάζω), το οποίο συνδυάζεται με την κατάληξη -ura, που δηλώνει την πράξη ή το αποτέλεσμα ενός δράματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Suministro (προμήθεια) - Embalaje (τυλίγμα)

Αντώνυμα: - Desempaquetar (ανοίγω/ξεσυσκευάζω) - Desprotección (αυτή που δεν προστατεύει)



23-07-2024