emparentar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

emparentar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Emparentar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/phɑmpeɾˈaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη emparentar χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της δημιουργίας οικογενειακών σχέσεων ή δεσμών μεταξύ ατόμων. Συχνά αναφέρεται στη δημιουργία νομικών ή κοινωνικών συγγένειας μέσω γάμου ή γέννησης. Στη γλώσσα Ισπανικά, είναι μια σχετικά συχνή λέξη, χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ίσως να παρατηρείται λίγο περισσότερο σε γραπτές μορφές, ιδιαίτερα σε νομικά ή οικογενειακά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Decidieron emparentar sus familias con el matrimonio.
    (Αποφάσισαν να συγγενέψουν τις οικογένειές τους με το γάμο.)

  2. Es importante emparentar con personas de confianza.
    (Είναι σημαντικό να συγγενεύεις με άτομα εμπιστοσύνης.)

  3. Al emparentar, se crean nuevos lazos familiares.
    (Όταν συγγενεύεις, δημιουργούνται νέοι οικογενειακοί δεσμοί.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη emparentar δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που περιγράφουν διαδικασίες γάμου ή συγγένειας.

  1. Emparentar es más que un acto legal; es una unión de corazones.
    (Η συγγένεια είναι περισσότερα από μια νομική πράξη; είναι ένωση καρδιών.)

  2. Emparentar a través del matrimonio puede fortalecer los lazos familiares.
    (Η συγγένεια μέσω του γάμου μπορεί να ενισχύσει τους οικογενειακούς δεσμούς.)

  3. A veces, emparentar significa aceptar a nuevos miembros en la familia.
    (Κάποιες φορές, η συγγένεια σημαίνει αποδοχή νέων μελών στην οικογένεια.)

  4. No solo emparentar por sangre, sino también por cariño.
    (Όχι μόνο να συγγενεύουμε με αίμα, αλλά και με αγάπη.)

  5. El deseo de emparentar puede llevar a decisiones importantes en la vida.
    (Η επιθυμία για συγγένεια μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές αποφάσεις στη ζωή.)

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "parens" που σημαίνει "γονέας" ή "συγγενής", υποδηλώνοντας τη δημιουργία δεσμών μέσα σε οικογενειακά ή συγγενικά πλαίσια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024