Ρήμα.
/em.paˈraɾ.se/
Το ρήμα emparrarse αναφέρεται στην πράξη του να μπερδεύει ή να διαταράσσει κάτι, συνήθως σε ένα γενικό ή συμβολικό επίπεδο. Στη γλώσσα των ισπανικών, χρησιμοποιείται σπάνια σε απλές συζητήσεις, αλλά μπορεί να είναι πιο συχνό σε κείμενα που εξετάζουν πολύπλοκες έννοιες ή καταστάσεις. Είναι πιο πιθανό να το συναντήσουμε σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό, λόγω της πολυπλοκότητάς του.
El ruido de la fiesta se emparrase con el sonido de la lluvia.
(Ο θόρυβος του πάρτι ανακατεύεται με τον ήχο της βροχής.)
A veces, las emociones pueden emparrarse y hacernos sentir confusos.
(Μερικές φορές, τα συναισθήματα μπορούν να μας μπερδέψουν και να μας κάνουν να νιώθουμε μπερδεμένοι.)
Το emparrarse δεν χρησιμοποιείται κοινά ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να παρατηρηθούν προτάσεις που το περιλαμβάνουν.
La situación se ha emparrado, y ahora no sabemos cómo proceder.
(Η κατάσταση έχει μπερδευτεί, και τώρα δεν ξέρουμε πώς να προχωρήσουμε.)
Sin un buen plan, nuestros recursos se emparran y desperdiciamos tiempo.
(Χωρίς ένα καλό σχέδιο, οι πόροι μας μπερδεύονται και σπαταλάμε χρόνο.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα pararse, που σημαίνει "να σταματήσει" ή "να σταθεί", με την προσθήκη του προθέματος em- που συχνά δηλώνει ότι αυτό που περιγράφεται γίνεται εσωτερικά ή με κάποια ένταση.
Συνώνυμα: - confundir (να μπερδεύει) - enredar (να μπλέκει)
Αντώνυμα: - aclarar (να διευκρινίζει) - organizar (να οργανώνει)