Το "empaste" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [emˈpaste]
Η λέξη "empaste" αναφέρεται γενικά σε ένα υλικό που χρησιμοποιείται για να γεμίσει ή να επισκευάσει κενά ή ρωγμές, όπως στην οδοντιατρική (ως γέμισμα των δοντιών) ή σε τεχνικά/μηχανικά περιβάλλοντα για τη συγκόλληση ή την ανακατασκευή υλικών. Στη γλώσσα των Ισπανών η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και μπορεί να αναφέρεται τόσο σε υλικά όσο και στη διαδικασία εφαρμογής τους. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Ο οδοντίατρος μου έκανε ένα γέμισμα σε μία τερηδόνα.
Necesitamos un buen empaste para reparar la fuga.
Η λέξη "empaste" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε κάποιες φράσεις που αναφέρονται σε επισκευές ή διορθώσεις.
Ενδεικτικές προτάσεις με ιδιωματικές εκφράσεις: - Hacer un empaste no siempre es fácil, pero es necesario para la salud dental. - Να γίνει ένα γέμισμα δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά είναι απαραίτητο για την οδοντική υγεία.
Το γέμισμα που χρησιμοποιούμε είναι υψηλής ποιότητας και ανθεκτικό.
A veces un buen empaste en las relaciones puede prevenir problemas mayores.
Η λέξη "empaste" προέρχεται από το ρήμα "empastar", που σημαίνει "να γεμίζω" ή "να κολλάω". Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το λατινικό "impastare", που σημαίνει "να αναμειγνύω".
Συνώνυμα: - llenado (γέμισμα) - reparación (επισκευή)
Αντώνυμα: - vaciado (άνοιγμα) - fuga (διαρροή)
Αυτή είναι η λεπτομερής ανάλυση της λέξης "empaste" που ζητήθηκε.