Η λέξη "empatía" (ισπανικά) είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [em.paˈti.a]
Η λέξη "empatía" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "έμπνευση", "ενσυναίσθηση".
Η "empatía" αναφέρεται στην ικανότητα να κατανοεί κανείς τα συναισθήματα και τις εμπειρίες των άλλων. Στην ιατρική, ιδιαίτερα στις κοινωνικές ή ψυχολογικές πτυχές της υγειονομικής φροντίδας, η ενσυναίσθηση είναι κρίσιμη για τη δημιουργία μιας καλής σχέσης μεταξύ ασθενών και ιατρών. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "empatía" είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο.
Η ενσυναίσθηση είναι θεμελιώδης στην ιατρική.
Desarrollar empatía ayuda a los profesionales de la salud.
Η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης βοηθά τους επαγγελματίες υγείας.
La empatía permite entender mejor a los pacientes.
Η λέξη "empatía" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που ενισχύουν την σημασία της ενσυναίσθησης στις ανθρώπινες σχέσεις και τη φροντίδα.
Η ενσυναίσθηση είναι η γέφυρα μεταξύ των ανθρώπων.
Sin empatía, no hay verdadera comunicación.
Χωρίς ενσυναίσθηση, δεν υπάρχει πραγματική επικοινωνία.
Fomentar la empatía en un equipo es crucial para el éxito.
Η προώθηση της ενσυναίσθησης σε μια ομάδα είναι κρίσιμη για την επιτυχία.
La empatía se cultiva con la escucha activa.
Η ενσυναίσθηση καλλιεργείται με την ενεργητική ακρόαση.
Mediante la empatía, podemos ayudar a quienes más lo necesitan.
Η λέξη "empatía" προέρχεται από το ελληνικό "ἐμπάθεια" (empathía), που σημαίνει «αίσθηση» ή «συναίσθημα», και έχει περάσει μέσα από διάφορες γλώσσες πριν καταλήξει στον ισπανικό χώρο.
Συνώνυμα: compasión (κατανόηση), sensibilidad (ευαισθησία), comprensión (κατανόηση).
Αντώνυμα: indiferencia (αδιαφορία), desinterés (αδιαφορία), insensibilidad (αναισθησία).