Το "empedernido" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /em.pe.ˈdeɾ.ni.ðo/
Η λέξη "empedernido" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει έναν άνθρωπο που είναι αμετανόητος ή επιμένοντας σε μια συνήθεια ή συμπεριφορά, παρά τις συνέπειες. Συχνά χρησιμοποιείται σε αρνητικό πλαίσιο και ενδέχεται να υποδηλώνει μια τάση ή πάθος για κάτι, το οποίο είναι ισχυρό και σχεδόν ανυπότακτο. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και συναντάται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γραπτά κείμενα.
Είναι ένας αμετανόητος καπνιστής που δεν μπορεί να αφήσει το τσιγάρο.
Ella es una lectora empedernida y siempre tiene un libro en la mano.
Η λέξη "empedernido" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη συμπεριφορά και τις συνήθειες των ατόμων.
Δεν έχω ελπίδα να αλλάξω τις κακές του συνήθειες, είναι αμετανόητος.
A pesar de los problemas financieros, sigue siendo un jugador empedernido.
Παρά τα οικονομικά προβλήματα, εξακολουθεί να είναι ένας αμετανόητος παίκτης.
Su actitud empedernida le ha causado muchos problemas en el trabajo.
Η αμετανόητη στάση του του έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα στη δουλειά.
Es un viajero empedernido que no puede resistir la tentación de salir.
Η λέξη "empedernido" προέρχεται από το ρήμα "empedernir", που σημαίνει "να σκληρύνει" ή "να γίνει αμετανόητος". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με τη λέξη "piedra" (πέτρα), δηλώνοντας μια ακαμψία ή αδιαλλαξία στη συμπεριφορά.