Empedrado είναι ουσιαστικό (και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο).
/stɛmˈpeðɾaðo/
Η λέξη "empedrado" αναφέρεται σε ένα δάπεδο κατασκευασμένο από πέτρες ή λιθόστρωτο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ωραία ή παραδοσιακά πλακόστρωτα δάπεδα σε δρόμους ή δημόσιους χώρους, ιδιαίτερα σε ιστορικές ή τουριστικές περιοχές.
Η λέξη είναι σχετικά συχνή στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε περιγραφές αρχιτεκτονικών ή ιστορικών χαρακτηριστικών.
El empedrado de las calles del casco antiguo es impresionante.
(Το λιθόστρωτο των δρόμων της παλιάς πόλης είναι εντυπωσιακό.)
Espero que el nuevo empedrado resista las lluvias.
(Ελπίζω το νέο λιθόστρωτο να αντέξει τις βροχές.)
Η λέξη "empedrado" δεν χρησιμοποιείται εκτενώς σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί σε φράσεις που αφορούν την αρχιτεκτονική ή την ιστορία, όπως:
Caminar por un empedrado es como recorrer la historia.
(Το να περπατάς σε ένα λιθόστρωτο είναι σαν να διασχίζεις την ιστορία.)
El empedrado antiguo en la plaza cuenta historias de siglos pasados.
(Το παλιό λιθόστρωτο στην πλατεία αφηγείται ιστορίες από τους περασμένους αιώνες.)
Η λέξη "empedrado" προέρχεται από το ρήμα "empedrar", που σημαίνει "να καλύψεις με πέτρες". Η ρίζα της λέξης είναι η λέξη "piedra", που σημαίνει πέτρα.
Συνώνυμα: - pavimento (δάπεδο) - adoquinado (πλακόστρωτο)
Αντώνυμα: - desierto (έρημος) - terreno desnudo (γυμνό έδαφος)
Με αυτές τις πληροφορίες, μπορείτε να κατανοήσετε καλύτερα την έννοια και τη χρήση της λέξης "empedrado" στην ισπανική γλώσσα.