Το "empinado" είναι επιθετικός προσδιοριστής.
Φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /em.piˈna.ðo/
Η λέξη "empinado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μεγάλη κλίση ή είναι απότομο, όπως είναι ένας λόφος ή μια σκάλα. Η χρήση της είναι αρκετά κοινή και μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιθανότερο να συναντηθεί σε περιγραφές τοπίων ή καταστάσεων.
Το μονοπάτι είναι πολύ απότομο και δύσκολο να ανέβει κανείς.
La cuesta del castillo era tan empinada que muchos turistas se cansaban rápidamente.
Η ανηφόρα του κάστρου ήταν τόσο απότομη που πολλοί τουρίστες κουράζονταν γρήγορα.
Necesitamos un vehículo adecuado para manejar por este camino empinado.
"Ο δρόμος έγινε πιο απότομος καθώς πλησιάζαμε στην κορυφή."
"No puedo creer que ese sendero empinado sea tan popular entre los excursionistas."
"Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό το απότομο μονοπάτι είναι τόσο δημοφιλές μεταξύ των ορειβατών."
"Me sentí inseguro al bajar por la pendiente empinada."
"Νιώσαμε ανασφαλείς όταν κατεβαίναμε από την απότομη πλαγιά."
"El edificio tiene un techo empinado que le da un aspecto único."
"Το κτίριο έχει μια απότομη στέγη που του δίνει μια μοναδική εμφάνιση."
"Los ciclistas enfrentan un gran desafío en la ruta empinada."
Η λέξη "empinado" προέρχεται από το ρήμα "empinar", το οποίο σημαίνει να καταστήσεις κάτι πιο όρθιο ή να κλίνει προς τα πάνω. Ακολουθώντας το λατινικό "impinare", έχει διατηρήσει την έννοια της κλίσης.
Συνώνυμα: - ascendente - abrupto - escarpado
Αντώνυμα: - llano (ίσιο) - plano (ομαλό) - horizontal (οριζόντιος)