Το "empinar" είναι ρήμα.
/ɛm.piˈnaɾ/
Η λέξη "empinar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία του να ανυψώνει κάτι ή να το σηκώνει, συχνά την έννοια της στήριξης ή της ανόδου σε ύψος. Χρησιμοποιείται και ως μεταφορά για περιπτώσεις όπου κάποιος αναλαμβάνει ηγεσία ή ευθύνη. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, με λιγότερη χρήση στον προφορικό λόγο και περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Θα ανυψώσω το μπουκάλι πριν πιω.
Es necesario empinar la cara para hablar con él.
Είναι απαραίτητο να σηκώσεις το κεφάλι σου για να του μιλήσεις.
El alcalde quiere empinar a la comunidad a un nuevo nivel de desarrollo.
Η λέξη "empinar" χρησιμοποιείται αρκετά στη γλώσσα για να συνδέεται με τις έννοιες της ηγεσίας και της ευθύνης.
Μετάφραση: Χθες βράδυ, αυτός ήπιε πολύ και δεν μπόρεσε να πάει στη δουλειά σήμερα.
Empinar el vuelo (σημαίνει να ανυψώνεται μια κατάσταση ή ένα έργο)
Μετάφραση: Η εταιρεία χρειάζεται να ανυψώσει την κατάσταση για να επιτύχει τους στόχους της.
Empinarse a la vida (να ζει κανείς με αυτοπεποίθηση)
Η λέξη "empinar" προέρχεται από το σύνθετο "en-" (σε) και "pinar" (σηκώνομαι). Το "-pinar" είναι πιθανώς διασυνδεδεμένο με το λατινικό "pinnare", που σημαίνει να ανυψώνεται.
Συνώνυμα: - levantar (να σηκώνει) - alzar (να υψώνει)
Αντώνυμα: - bajar (να κατεβάζει) - hundir (να βυθίζει)