Η λέξη "emplazamiento" είναι ουσιαστικό.
[ɛmplaθiˈmento]
Η λέξη "emplazamiento" αναφέρεται γενικά στην έννοια της θέσης ή τοποθεσίας όπου κάτι εγκαθίσταται ή βρίσκεται. Χρήσιμη σε διάφορους τομείς όπως το νομικό, το πολυτεχνικό και το στρατιωτικό, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή επίσημα κείμενα. Η χρήση της είναι πιο έντονη στο γραπτό λόγο.
El emplazamiento de la nueva fábrica se decidirá la próxima semana.
(Η θέση της νέας фабρικας θα αποφασιστεί την επόμενη εβδομάδα.)
El emplazamiento de la base militar es estratégica.
(Η τοποθεσία της στρατιωτικής βάσης είναι στρατηγική.)
El arquitecto eligió un emplazamiento perfecto para la casa.
(Ο αρχιτέκτονας διάλεξε μια τέλεια θέση για το σπίτι.)
Η λέξη "emplazamiento" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με τη θέση ή τον σχηματισμό:
Estar en un buen emplazamiento.
(Να βρίσκεσαι σε καλή θέση.)
Cambiar el emplazamiento de un proyecto.
(Να αλλάξει η τοποθεσία ενός έργου.)
El emplazamiento adecuado es crucial.
(Η κατάλληλη θέση είναι κρίσιμη.)
El emplazamiento de las señales de tráfico es importante para la seguridad.
(Η τοποθέτηση των σηματοδοτών είναι σημαντική για την ασφάλεια.)
Identificar el emplazamiento de un error en el informe.
(Να εντοπίσεις τη θέση ενός λάθους στην αναφορά.)
Η λέξη "emplazamiento" προέρχεται από το ρήμα "emplazar", που σημαίνει "να τοποθετώ" ή "να εγκαθιστώ". Η ρίζα της μπορεί να αναχθεί στο λατινικό "emplasare".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια αναλυτική εικόνα της λέξης "emplazamiento" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.