empleado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

empleado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "empleado" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "empleado" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /em.pleˈa.ðo/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "empleado" αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται ως υπάλληλος ή εργαζόμενος σε μία επιχείρηση ή οργανισμό. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με πιθανώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο, καθώς συνδέεται με διοικητικά και οργανωτικά θέματα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El empleado llegó temprano a la oficina.
    (Ο υπάλληλος ήρθε νωρίς στο γραφείο.)

  2. La empresa necesita más empleados para cumplir con la demanda.
    (Η εταιρεία χρειάζεται περισσότερους υπαλλήλους για να καλύψει τη ζήτηση.)

  3. El empleado recibió un premio por su excelente trabajo.
    (Ο υπάλληλος έλαβε βραβείο για την εξαιρετική του εργασία.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "empleado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Empelado de a pie
    (Υπάλληλος της βάσης)
  2. Se considera al empleado de a pie como el verdadero motor de la empresa.
    (Ο υπάλληλος της βάσης θεωρείται ο πραγματικός κινητήρας της επιχείρησης.)

  3. Empleados con derechos
    (Υπάλληλοι με δικαιώματα)

  4. Es importante que todos los empleados tengan derechos laborales garantizados.
    (Είναι σημαντικό όλοι οι υπάλληλοι να έχουν εγγυημένα εργασιακά δικαιώματα.)

  5. Empleados de confianza
    (Υπάλληλοι εμπιστοσύνης)

  6. Los empleados de confianza son cruciales para la gestión de información delicada.
    (Οι υπάλληλοι εμπιστοσύνης είναι κρίσιμοι για τη διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών.)

  7. Empleados temporales
    (Προσωρινοί υπάλληλοι)

  8. Muchas empresas recurren a empleados temporales durante la temporada alta.
    (Πολλές εταιρείες καταφεύγουν σε προσωρινούς υπαλλήλους κατά τη διάρκεια της υψηλής περιόδου.)

Ετυμολογία

Η λέξη "empleado" προέρχεται από το ρήμα "emplear", που σημαίνει "να απασχολείς" ή "να χρησιμοποιείς". Η ρίζα του ρήματος σχετίζεται με τη λατινική λέξη "implicare", που σημαίνει "να εμπλέκεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - trabajador (εργαζόμενος) - asalariado (μισθωτός)

Αντώνυμα - desempleado (άνεργος) - patrono (εργοδότης)



22-07-2024