Η λέξη "empleado" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "empleado" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /em.pleˈa.ðo/
Η λέξη "empleado" αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται ως υπάλληλος ή εργαζόμενος σε μία επιχείρηση ή οργανισμό. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με πιθανώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο, καθώς συνδέεται με διοικητικά και οργανωτικά θέματα.
El empleado llegó temprano a la oficina.
(Ο υπάλληλος ήρθε νωρίς στο γραφείο.)
La empresa necesita más empleados para cumplir con la demanda.
(Η εταιρεία χρειάζεται περισσότερους υπαλλήλους για να καλύψει τη ζήτηση.)
El empleado recibió un premio por su excelente trabajo.
(Ο υπάλληλος έλαβε βραβείο για την εξαιρετική του εργασία.)
Η λέξη "empleado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Se considera al empleado de a pie como el verdadero motor de la empresa.
(Ο υπάλληλος της βάσης θεωρείται ο πραγματικός κινητήρας της επιχείρησης.)
Empleados con derechos
(Υπάλληλοι με δικαιώματα)
Es importante que todos los empleados tengan derechos laborales garantizados.
(Είναι σημαντικό όλοι οι υπάλληλοι να έχουν εγγυημένα εργασιακά δικαιώματα.)
Empleados de confianza
(Υπάλληλοι εμπιστοσύνης)
Los empleados de confianza son cruciales para la gestión de información delicada.
(Οι υπάλληλοι εμπιστοσύνης είναι κρίσιμοι για τη διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών.)
Empleados temporales
(Προσωρινοί υπάλληλοι)
Η λέξη "empleado" προέρχεται από το ρήμα "emplear", που σημαίνει "να απασχολείς" ή "να χρησιμοποιείς". Η ρίζα του ρήματος σχετίζεται με τη λατινική λέξη "implicare", που σημαίνει "να εμπλέκεις".
Συνώνυμα - trabajador (εργαζόμενος) - asalariado (μισθωτός)
Αντώνυμα - desempleado (άνεργος) - patrono (εργοδότης)