empleo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

empleo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "empleo" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στη γλώσσα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "empleo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /emˈple.o/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "empleo" αναφέρεται κυρίως σε εργασία ή απασχόληση, δηλαδή σε μια θέση ή κατάσταση όπου κάποιος εργάζεται ή διατηρείται απασχολημένος. Χρησιμοποιείται συχνά στις οικονομικές και εργασιακές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο σε οικονομικά και νομικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El empleo es un derecho de todos.
    (Η εργασία είναι δικαίωμα όλων.)

  2. Busco un empleo que me permita crecer profesionalmente.
    (Ψάχνω μια εργασία που να μου επιτρέπει να αναπτυχθώ επαγγελματικά.)

  3. El gobierno ha creado nuevos empleos para reducir el desempleo.
    (Η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας για να μειώσει την ανεργία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "empleo" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Estar en el empleo
    (να είσαι στη δουλειά/εργασία)
    Ejemplo: Después de meses buscando, finalmente estoy en el empleo de mis sueños.
    (Μετά από μήνες αναζήτησης, επιτέλους είμαι στην εργασία των ονείρων μου.)

  2. Buscar empleo
    (να αναζητάς εργασία)
    Ejemplo: Muchos jóvenes están buscando empleo después de graduarse.
    (Πολλοί νέοι αναζητούν εργασία μετά την αποφοίτησή τους.)

  3. Establecer un empleo
    (να ιδρύσεις μια θέση εργασίας)
    Ejemplo: La empresa decidió establecer un nuevo empleo para mejorar la eficiencia.
    (Η εταιρεία αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα θέση εργασίας για να βελτιώσει την αποδοτικότητα.)

  4. Empleo a tiempo parcial
    (μερική απασχόληση)
    Ejemplo: Ella trabaja en un empleo a tiempo parcial mientras estudia.
    (Αυτή εργάζεται σε μια μερική απασχόληση ενώ σπουδάζει.)

Ετυμολογία

Η λέξη "empleo" προέρχεται από το λατινικό "implicare", που σημαίνει "να εμπλέκω". Στα Ισπανικά, η λέξη έχει εξελιχθεί ώστε να αναφέρεται συγκεκριμένα στη χρήση του χρόνου και των ικανοτήτων κάποιου σε έναν εργασιακό ή επαγγελματικό πλαίσιο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - trabajo (δουλειά) - ocupación (κατοχή, επαγγελματική δραστηριότητα)

Αντώνυμα: - desempleo (ανεργία) - inactividad (αδράνεια)



22-07-2024