empleos - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

empleos (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "empleos" είναι ένα ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "empleos" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /emˈpleos/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "empleos" αναφέρεται σε "θέσεις εργασίας" ή "δουλειές". Είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα της Ισπανίας, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε αγγελίες και επαγγελματικές προτάσεις, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Hay muchos empleos disponibles en la ciudad."
  2. "Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες θέσεις εργασίας στην πόλη."

  3. "Ella busca empleos que ofrezcan buenas condiciones."

  4. "Αυτή αναζητά δουλειές που να προσφέρουν καλές συνθήκες."

  5. "Los empleos en el sector tecnológico están en aumento."

  6. "Οι θέσεις εργασίας στον τεχνολογικό τομέα αυξάνονται."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "empleos" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εργασία:

  1. "Perder el empleo"
  2. "Perdió su empleo debido a la crisis económica."
  3. "Έχασε τη δουλειά του λόγω της οικονομικής κρίσης."

  4. "Crear empleos"

  5. "El nuevo proyecto tiene como objetivo crear empleos en la región."
  6. "Το νέο έργο έχει ως στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην περιοχή."

  7. "Buscar empleo"

  8. "Después de graduarse, comenzó a buscar empleo activamente."
  9. "Μετά την αποφοίτησή του, άρχισε να ψάχνει ενεργά για δουλειά."

  10. "Estabilidad en el empleo"

  11. "La estabilidad en el empleo es importante para los trabajadores."
  12. "Η σταθερότητα στην εργασία είναι σημαντική για τους εργαζομένους."

  13. "Empleo temporal"

  14. "Ella tiene un empleo temporal en una tienda."
  15. "Αυτή έχει μια προσωρινή δουλειά σε ένα κατάστημα."

Ετυμολογία

Η λέξη "empleos" προέρχεται από το ρήμα "emplear", που σημαίνει "να χρησιμοποιείς" ή "να απασχολείς". Από εκεί, σχηματίζεται το ουσιαστικό "empleo", το οποίο αναφέρεται στην πράξη της απασχόλησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - trabajos (δουλειές) - ocupaciones (απασχολήσεις)

Αντώνυμα: - desempleo (ανεργία) - inactividad (αδράνεια)



23-07-2024