Το "empobrecer" είναι ρήμα.
/empobɾeˈθeɾ/ (χρησιμοποιώντας το ισπανικό IPA)
Η λέξη "empobrecer" σημαίνει να γίνεσαι φτωχός ή να προκαλείς τη φτώχεια σε κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την διαδικασία μείωσης της οικονομικής κατάστασης ή του βιοτικού επιπέδου.
Στη γλώσσα των Ισπανών, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, ωστόσο συναντάται και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά σημαντική, ιδιαίτερα σε κείμενα που σχετίζονται με την οικονομία, την πολιτική και την κοινωνία.
Η οικονομική κρίση μπορεί να φτωχύνει πολλές οικογένειες.
El desempleo empobrece la calidad de vida de las personas.
Η ανεργία φτωχαίνει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
Las malas decisiones financieras pueden empobrecer a una empresa.
Η λέξη "empobrecer" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Φτωχαίνεις με γιγαντιαία βήματα.
El sistema político empobrece a los ciudadanos.
Το πολιτικό σύστημα φτωχαίνει τους πολίτες.
Dejarse empobrecer por la avaricia.
Να φτωχαίνεις από την απληστία.
La desindustrialización empobrece a la región.
Το "empobrecer" προέρχεται από το λατινικό "pauper", που σημαίνει "φτωχός", με το πρόθεμα "em-" που σημαίνει "να γίνει". Έτσι, ουσιαστικά σημαίνει "να γίνεις φτωχός".
Συνώνυμα: - empobrecerse - hacer pobre
Αντώνυμα: - enriquecer (να πλουτίσω) - prosperar (να ευημερώσω)