empotrado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

empotrado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "empotrado" είναι επίθετο στη γλώσσα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η προφορά της λέξης "empotrado" στην Ισπανική γλώσσα είναι:
/empōtɾaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η μετάφραση της λέξης "empotrado" στα Ελληνικά μπορεί να είναι: - εντοιχισμένος - εγκλωβισμένος - ενσωματωμένος

Σημασία της λέξης

Η λέξη "empotrado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει ενσωματωθεί ή εντοιχιστεί σε μια επιφάνεια, όπως π.χ. έπιπλα ή ηλεκτρονικές συσκευές που είναι τοποθετημένες μέσα σε τοίχους ή άλλες κατασκευές. Συνήθως χρησιμοποιείται σε αναφορές σε αρχιτεκτονικές εγκαταστάσεις.

Χρήση και Συχνότητα

Η λέξη "empotrado" χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, συχνά σε κείμενα που σχετίζονται με αρχιτεκτονική, εσωτερική διακόσμηση, και οικοδομή. Είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο, εκτός κι αν η συζήτηση αφορά συγκεκριμένα θέματα που σχετίζονται με αυτά.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La estantería empotrada ocupa menos espacio en la habitación.
  2. Η εντοιχισμένη ραφιέρα καταλαμβάνει λιγότερο χώρο στο δωμάτιο.

  3. El televisor empotrado en la pared es una gran idea para ahorrar espacio.

  4. Η τηλεόραση που είναι ενσωματωμένη στον τοίχο είναι μια υπέροχη ιδέα για να εξοικονομήσετε χώρο.

  5. Las luces empotradas en el techo crean un ambiente acogedor.

  6. Οι εντοιχισμένες λάμπες στην οροφή δημιουργούν μια ζεστή ατμόσφαιρα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "empotrado" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που υποδηλώνουν έναν εγκλωβισμένο ή περιορισμένο χώρο ή κατάσταση:

  1. No te sientas empotrado en esa esquina social.
  2. Μην αισθάνεσαι εγκλωβισμένος σε αυτή τη κοινωνική γωνία.

  3. A veces, las oportunidades están empotradas en los desafíos.

  4. Μερικές φορές, οι ευκαιρίες είναι ενσωματωμένες στις προκλήσεις.

  5. Sentirse empotrado en un lugar sin salida puede ser agotador.

  6. Το να νιώθεις εγκλωβισμένος σε έναν τόπο χωρίς διέξοδο μπορεί να είναι εξαντλητικό.

Ετυμολογία

Η λέξη "empotrado" προέρχεται από το ρήμα "empotrar", το οποίο σημαίνει "να ενσωματώνω" ή "να εντοιχίζω", με ρίζες στη λατινική γλώσσα "impotrare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - encierrado (κλεισμένος) - incrustado (ενσωματωμένος)

Αντώνυμα: - removible (αφαιρούμενος) - portátil (φορητός)



23-07-2024