Η λέξη "empotrado" είναι επίθετο στη γλώσσα Ισπανικά.
Η προφορά της λέξης "empotrado" στην Ισπανική γλώσσα είναι:
/empōtɾaðo/
Η μετάφραση της λέξης "empotrado" στα Ελληνικά μπορεί να είναι: - εντοιχισμένος - εγκλωβισμένος - ενσωματωμένος
Η λέξη "empotrado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει ενσωματωθεί ή εντοιχιστεί σε μια επιφάνεια, όπως π.χ. έπιπλα ή ηλεκτρονικές συσκευές που είναι τοποθετημένες μέσα σε τοίχους ή άλλες κατασκευές. Συνήθως χρησιμοποιείται σε αναφορές σε αρχιτεκτονικές εγκαταστάσεις.
Η λέξη "empotrado" χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, συχνά σε κείμενα που σχετίζονται με αρχιτεκτονική, εσωτερική διακόσμηση, και οικοδομή. Είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο, εκτός κι αν η συζήτηση αφορά συγκεκριμένα θέματα που σχετίζονται με αυτά.
Η εντοιχισμένη ραφιέρα καταλαμβάνει λιγότερο χώρο στο δωμάτιο.
El televisor empotrado en la pared es una gran idea para ahorrar espacio.
Η τηλεόραση που είναι ενσωματωμένη στον τοίχο είναι μια υπέροχη ιδέα για να εξοικονομήσετε χώρο.
Las luces empotradas en el techo crean un ambiente acogedor.
Η λέξη "empotrado" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που υποδηλώνουν έναν εγκλωβισμένο ή περιορισμένο χώρο ή κατάσταση:
Μην αισθάνεσαι εγκλωβισμένος σε αυτή τη κοινωνική γωνία.
A veces, las oportunidades están empotradas en los desafíos.
Μερικές φορές, οι ευκαιρίες είναι ενσωματωμένες στις προκλήσεις.
Sentirse empotrado en un lugar sin salida puede ser agotador.
Η λέξη "empotrado" προέρχεται από το ρήμα "empotrar", το οποίο σημαίνει "να ενσωματώνω" ή "να εντοιχίζω", με ρίζες στη λατινική γλώσσα "impotrare".
Συνώνυμα: - encierrado (κλεισμένος) - incrustado (ενσωματωμένος)
Αντώνυμα: - removible (αφαιρούμενος) - portátil (φορητός)