Ρήμα
[e̞m.pɾen.ˈdeɾ]
Η λέξη "emprender" σημαίνει να ξεκινάς μια επιχείρηση ή ένα έργο, συχνά με την έννοια της ανάληψης κινδύνων και πρωτοβουλιών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές και επιχειρηματικές περιστάσεις, αλλά επίσης και σε γενικές χρήσεις για να δηλώσει την έναρξη οποιασδήποτε προσπάθειας ή venture. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στη γραπτή μορφή, ιδιαίτερα στα επιχειρηματικά κείμενα, αλλά επίσης και στον προφορικό λόγο.
Η λέξη "emprender" χρησιμοποιείται συχνά και είναι αναγνωρίσιμη σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των ακαδημαϊκών και των επαγγελματικών συζητήσεων σχετικά με την επιχειρηματικότητα και την οικονομία.
"Decidí emprender un nuevo proyecto."
"Αποφάσισα να ξεκινήσω ένα νέο έργο."
"Es importante emprender acciones para mejorar la economía."
"Είναι σημαντικό να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για να βελτιώσουμε την οικονομία."
"Ella quiere emprender su propio negocio."
"Αυτή θέλει να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση."
Η λέξη "emprender" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
"Emprender un viaje."
"Να ξεκινήσεις ένα ταξίδι."
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έναρξη ενός ταξιδιού, συχνά με την έννοια της περιπέτειας.
"Emprender una nueva etapa."
"Να ξεκινήσεις μια νέα φάση."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έναρξη μιας νέας περιόδου στη ζωή κάποιου.
"Emprender la búsqueda de un sueño."
"Να ξεκινήσεις την αναζήτηση ενός ονείρου."
Εκφράζει την ιδέα της καταδίωξης των στόχων ή των επιθυμιών.
"Emprender acciones legales."
"Να αναλάβεις νομικές ενέργειες."
Χρησιμοποιείται στον τομέα του νομικού για να δηλώσει την έναρξη νομικών διαδικασιών.
"Emprender un camino."
"Να ξεκινήσεις έναν δρόμο."
Συχνά χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την αρχή μιας πορείας ή κατεύθυνσης στη ζωή.
Η λέξη "emprender" προέρχεται από τη λατινική λέξη "imprehendere", η οποία σημαίνει "να συλλάβω" ή "να πιαστώ". Αυτή η ρίζα υποδηλώνει την έννοια της ανάληψης ελέγχου ή της έναρξης μιας πρωτοβουλίας.