empuje: ουσιαστικό (substantivo)
Φωνητική μεταγραφή: /emˈpu.xe/
Η λέξη empuje προέρχεται από το ρήμα empujar, που σημαίνει "να σπρώχνω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση ή την κατάσταση της ώθησης ή του σπρωξίματος. Στη γλώσσα των μηχανικών ή φυσικών επιστημών, μπορεί να αναφέρεται σε δύναμη ή κατάσταση που προκαλεί κίνηση σε ένα αντικείμενο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στον προφορικό.
El empuje del viento hizo que la montaña se cubriera de nubes.
Η ώθηση του ανέμου έκανε το βουνό να καλυφθεί από σύννεφα.
Con un buen empuje, la puerta se abrió fácilmente.
Με μια καλή ώθηση, η πόρτα άνοιξε εύκολα.
El empuje de la locomotora es fundamental para el funcionamiento del tren.
Η ώθηση της ατμομηχανής είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία του τρένου.
Η λέξη empuje δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε φράσεις σχετικά με την προώθηση ή την ενίσχυση.
El empuje que necesitamos para salir adelante.
Η ώθηση που χρειαζόμαστε για να προχωρήσουμε μπροστά.
Con un poco de empuje, todo es posible.
Με λίγη ώθηση, τα πάντα είναι δυνατά.
Necesitamos un empuje para motivar al equipo.
Χρειαζόμαστε μια ώθηση για να κινητοποιήσουμε την ομάδα.
El empuje de los estudiantes ha cambiado el curso de las decisiones.
Η ώθηση των μαθητών έχει αλλάξει τη ροή των αποφάσεων.
Η λέξη empuje προέρχεται από το ρήμα empujar, το οποίο έχει λατινικές ρίζες. Αναλύοντας τις ρίζες, προέρχεται από το λατινικό impulsare, που σημαίνει "να σπρώχνω" ή "να προωθώ".
Συνώνυμα: - impulso (ώθηση) - empuje (σπρώξιμο)
Αντώνυμα: - retroceso (πισωγύρισμα) - detención (στάση)