empuje - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

empuje (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

empuje: ουσιαστικό (substantivo)

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /emˈpu.xe/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη empuje προέρχεται από το ρήμα empujar, που σημαίνει "να σπρώχνω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση ή την κατάσταση της ώθησης ή του σπρωξίματος. Στη γλώσσα των μηχανικών ή φυσικών επιστημών, μπορεί να αναφέρεται σε δύναμη ή κατάσταση που προκαλεί κίνηση σε ένα αντικείμενο.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στον προφορικό.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El empuje del viento hizo que la montaña se cubriera de nubes.
    Η ώθηση του ανέμου έκανε το βουνό να καλυφθεί από σύννεφα.

  2. Con un buen empuje, la puerta se abrió fácilmente.
    Με μια καλή ώθηση, η πόρτα άνοιξε εύκολα.

  3. El empuje de la locomotora es fundamental para el funcionamiento del tren.
    Η ώθηση της ατμομηχανής είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία του τρένου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη empuje δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε φράσεις σχετικά με την προώθηση ή την ενίσχυση.

  1. El empuje que necesitamos para salir adelante.
    Η ώθηση που χρειαζόμαστε για να προχωρήσουμε μπροστά.

  2. Con un poco de empuje, todo es posible.
    Με λίγη ώθηση, τα πάντα είναι δυνατά.

  3. Necesitamos un empuje para motivar al equipo.
    Χρειαζόμαστε μια ώθηση για να κινητοποιήσουμε την ομάδα.

  4. El empuje de los estudiantes ha cambiado el curso de las decisiones.
    Η ώθηση των μαθητών έχει αλλάξει τη ροή των αποφάσεων.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη empuje προέρχεται από το ρήμα empujar, το οποίο έχει λατινικές ρίζες. Αναλύοντας τις ρίζες, προέρχεται από το λατινικό impulsare, που σημαίνει "να σπρώχνω" ή "να προωθώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - impulso (ώθηση) - empuje (σπρώξιμο)

Αντώνυμα: - retroceso (πισωγύρισμα) - detención (στάση)



22-07-2024