emulgente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

emulgente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μελέτη της λέξης "emulgente"

Μέρος του λόγου: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /emuɫˈxente/

Σημασίες: 1. Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ουσία που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ομοιόμορφο μείγμα από δύο ή περισσότερες ουσίες που δεν μπορούν να αναμιχθούν φυσικά. Χρησιμοποιείται συχνά στην κατασκευή τροφίμων και καλλυντικών.

Συχνότητα χρήσης/Χρήση: Η λέξη "emulgente" χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της διατροφής και των καλλυντικών σε γραπτό και προφορικό λόγο.

Παραδείγματα: 1. Necesitamos un emulgente para hacer la crema. (Χρειαζόμαστε ένα emulgente για να φτιάξουμε την κρέμα.) 2. El aceite de oliva puede actuar como un emulgente natural. (Το ελαιόλαδο μπορεί να λειτουργήσει ως φυσικός emulgente.)

Συνταγματικές εκφράσεις: Η λέξη "emulgente" συμμετέχει σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  1. "Emulgente natural" (φυσικός emulgente) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυσικές ουσίες που λειτουργούν ως emulgentes.

Παράδειγμα: El aguacate se puede utilizar como emulgente natural en la cosmética. (Το αβοκάντο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φυσικό emulgente στα καλλυντικά.)

  1. "Emulgente químico" (χημικό emulgente) - Αναφέρεται σε χημικές ενώσεις που λειτουργούν ως emulgentes.

Παράδειγμα: El lecitin es un emulgente químico común en la industria alimentaria. (Η λεκιθίνη είναι ένα συνηθισμένο χημικό emulgente στη βιομηχανία τροφίμων.)

  1. "Emulgente en la cocina" (emulgente στην κουζίνα) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ουσίες που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία φαγητών.

Παράδειγμα: La yema de huevo actúa como emulgente en la preparación de salsas. (Η κρόκα αυγού λειτουργεί ως emulgente στην παρασκευή σάλτσας.)

Ετυμολογία: Η λέξη "emulgente" προέρχεται από τον ισπανικό όρο "emulsionante", που προέρχεται από τη λέξη "emulsión" που σημαίνει "μείγμα υγρών που δεν μπορούν να αναμειχθούν φυσικά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα:

Συνώνυμα: αναμορφωτής, αναμιχτικός, συμπομπός.

Αντώνυμα: απορροφητικό, διαχωριστικό, μη-αναμυκτήριο.