Η φράση "en alto" είναι ένα επίρρημα ισπανικής γλώσσας.
Η φωνητική μεταγραφή της φράσης "en alto" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /en ˈalto/
Η φράση "en alto" σημαίνει "ψηλά" ή "σε ύψος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που βρίσκεται σε ανυψωμένη θέση ή κατάσταση. Είναι συχνά πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γραπτά κείμενα.
El pájaro voló en alto.
(Το πουλί πέταξε ψηλά.)
Ella levantó la mano en alto para llamar la atención.
(Αυτή σήκωσε το χέρι ψηλά για να τραβήξει την προσοχή.)
Η φράση "en alto" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Tener la cabeza en alto.
(Να κρατάς το κεφάλι ψηλά.)
Σημαίνει να είσαι περήφανος και να μην αφήνεις τους άλλους να σε καταβάλουν.
Hablar en alto y claro.
(Να μιλάς ψηλά και καθαρά.)
Σημαίνει να εκφράζεις τις σκέψεις σου με σαφήνεια και αυτοπεποίθηση.
Estar en alto riesgo.
(Να είσαι σε υψηλό κίνδυνο.)
Αναφέρεται σε μια κατάσταση ή άτομο που βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο.
Llevar las cosas en alto.
(Να παίρνεις τα πράγματα ψηλά.)
Σημαίνει να έχεις υπό έλεγχο ή να διαχειρίζεσαι καλά τις καταστάσεις.
En alto y bajo.
(Ψηλά και χαμηλά.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι όλα τα επίπεδα ή οι καταστάσεις έχουν ληφθεί υπόψη.
Η λέξη "alto" προέρχεται από το λατινικό "altus", που σημαίνει "υψηλός" ή "ψηλός". Η πρόθεση "en" σημαίνει "σε" και συνδυάζει την έννοια της τοποθεσίας.
Συνώνυμα:
- elevado (υψωμένος)
- alto (ψηλός)
Αντώνυμα:
- bajo (χαμηλός)
- en bajo (χαμηλά)