Η φράση "en blanco" είναι μια προθετική φράση στα ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της φράσης "en blanco" με χρήση του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου είναι:
/ɛm ˈblaŋko/
Η φράση "en blanco" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κενό, χωρίς περιεχόμενο ή άδειο. Χρησιμοποιείται συχνά είτε σε γραπτό είτε σε προφορικό λόγο με σχετική συχνότητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μπορεί να περιγραφεί η κατάσταση όταν κάτι (όπως ένα έγγραφο ή μια σελίδα) δεν έχει συμπληρωθεί ή έχει παραληφθεί κάποιο στοιχείο.
El documento está en blanco.
(Το έγγραφο είναι λευκό.)
Necesito un papel en blanco para escribir mis notas.
(Χρειάζομαι ένα άδειο χαρτί για να γράψω τις σημειώσεις μου.)
Lo dejó en blanco y no lo completó.
(Το άφησε κενό και δεν το συμπλήρωσε.)
Η φράση "en blanco" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράζεται με πολλές σημασίες:
Dejar algo en blanco
(Να αφήσεις κάτι κενό) - Για παράδειγμα:
No entiendo por qué dejaste la respuesta en blanco.
(Δεν καταλαβαίνω γιατί άφησες την απάντηση κενή.)
Quedar en blanco
(Να μείνεις κενός από ιδέες) - Για παράδειγμα:
Cuando me preguntaron, quedé en blanco y no supe qué decir.
(Όταν με ρώτησαν, έμεινα κενός και δεν ήξερα τι να πω.)
En blanco y negro
(Σε άσπρο και μαύρο) - Για παράδειγμα:
La película es en blanco y negro, lo que le da un encanto especial.
(Η ταινία είναι σε άσπρο και μαύρο, κάτι που της δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία.)
Η φράση "en blanco" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, όπου "en" σημαίνει "σε" και "blanco" είναι επίθετο που σημαίνει "λευκό". Χρησιμοποιείται ως περιγραφή για κενές ή λευκές επιφάνειες.
Συνώνυμα: vacío (κενό), desocupado (άδειο)
Αντώνυμα: lleno (γεμάτο), completo (πλήρης)