Η φράση "en orden" είναι μία συνδυαστική έκφραση που λειτουργεί ως επίρρημα.
/ɛn ˈoɾðen/
Η φράση "en orden" σημαίνει ότι κάτι βρίσκεται σε τακτοποιημένη ή κανονική κατάσταση. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει ότι αντικείμενα ή καταστάσεις είναι τακτοποιημένα ή ότι πράγματα βρίσκονται στη σωστή σειρά. Η συχνότητά της χρήσης είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Necesitamos que los documentos estén en orden para la reunión.
(Χρειαζόμαστε να είναι τα έγγραφα σε τάξη για τη συνάντηση.)
Asegúrate de que todas las tareas estén en orden antes de irte.
(Βεβαιώσου ότι όλες οι εργασίες είναι τακτοποιημένες πριν φύγεις.)
Η φράση "en orden" μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Es importante que tu habitación esté en orden.
(Είναι σημαντικό το δωμάτιό σου να είναι τακτοποιημένο.)
Poner todo en orden
(να βάλεις τα πάντα σε τάξη)
Después de la mudanza, necesito poner todo en orden.
(Μετά την μετακόμιση, πρέπει να βάλω τα πάντα σε τάξη.)
Hacer las cosas en orden
(να κάνεις τα πράγματα με σειρά)
Vamos a organizar en orden los libros de la biblioteca.
(Ας οργανώσουμε τα βιβλία της βιβλιοθήκης σε τάξη.)
Es mejor resolver los problemas en orden, uno a uno.
(Είναι καλύτερο να λύσουμε τα προβλήματα με σειρά, ένα προς ένα.)
Cuando estás en orden, todo parece más fácil.
(Όταν είσαι σε τάξη, όλα φαίνονται πιο εύκολα.)
Η φράση "en orden" προέρχεται από το λατινικό "ordo", που σημαίνει "σειρά" ή "διάταξη". Χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να υποδηλώσει κανονικότητα και τακτοποίηση.