Η φράση "en parte" είναι μια προθετική έκφραση.
/ɛn ˈpaɾte/
Η φράση "en parte" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι ισχύει μόνο σε κάποιο βαθμό, αλλά όχι ολοκληρωτικά. Εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι ελαφρώς πιο κοινή σε γραπτές εκφράσεις. Είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τη μερική συμμετοχή ή την αναλογία κάποιου σε μια κατάσταση ή γεγονός.
Ejemplo: El proyecto fue exitoso en parte por el trabajo en equipo.
Μετάφραση: Το έργο ήταν επιτυχές εν μέρει λόγω της ομαδικής εργασίας.
Ejemplo: Estoy de acuerdo en parte con tu opinión.
Μετάφραση: Συμφωνώ εν μέρει με την άποψή σου.
Ejemplo: La respuesta es correcta en parte, pero falta información.
Μετάφραση: Η απάντηση είναι σωστή εν μέρει, αλλά λείπει πληροφορία.
Η φράση "en parte" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα μαζί με τις μεταφράσεις τους:
Ejemplo: La causa del problema es en parte el malentendido.
Μετάφραση: Η αιτία του προβλήματος είναι εν μέρει η παρεξήγηση.
Ejemplo: En parte, esto se debe a la falta de comunicación.
Μετάφραση: Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην έλλειψη επικοινωνίας.
Ejemplo: Su éxito se debe en parte a su dedicación.
Μετάφραση: Η επιτυχία του οφείλεται εν μέρει στην αφοσίωσή του.
Ejemplo: La obra de arte es en parte una reflexión de su vida.
Μετάφραση: Το έργο τέχνης είναι εν μέρει μια ανα отраж εκ της ζωής του.
Η φράση "en parte" προέρχεται από τα Ισπανικά "en" (σε) και "parte" (μέρος), όπου το "parte" προέρχεται από τα Λατινικά "partem", που σημαίνει "κομμάτι" ή "τμήμα".
Συνώνυμα: - parcialmente (μερικώς) - a medias (στα μισά)
Αντώνυμα: - completamente (εντελώς) - totalmente (ολόκληρα)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν όλες τις πτυχές της φράσης "en parte".