Η φράση "en pie" λειτουργεί ως προθετική φράση.
/ɛn ˈpje/
Η φράση "en pie" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται στη θέση στην οποία βρίσκεται κάτι ή κάποιος, συνήθως σε όρθια στάση. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος είναι διαρκώς σε θέση ή ότι κάτι διατηρείται σε κατάσταση λειτουργίας ή δράσης.
Η χρήση της φράσης είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, αν και απαντάται και στον προφορικό λόγο.
Οι μαθητές ήταν όρθιοι κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.
El edificio está en pie después del terremoto.
Η φράση "en pie" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Να παραμένεις όρθιος παρά τις προκλήσεις.
Estar en pie de guerra.
Να είσαι σε κατάσταση εγρήγορσης (πολεμική ετοιμότητα).
Estar en pie de lucha.
Να είσαι σε θέση αγώνα. (δηλαδή, έτοιμος να πολεμήσεις για κάτι)
Tener un negocio en pie.
Να έχεις μια επιχείρηση σε λειτουργία.
El proyecto sigue en pie.
Η φράση "en pie" έχει προέλευση από τα ισπανικά και κυριολεκτικά σημαίνει "σε πόδι". Η λέξη "pie" σημαίνει πόδι, και το "en" είναι ο πρόθεση που σημαίνει "σε".
Συνώνυμα: - En posición - Levantado
Αντώνυμα: - Sentado (καθιστός) - Caído (πεσμένος)