Η φράση "en vano" είναι μια επίρρημα.
/ɛn ˈβano/
Η φράση "en vano" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι έγινε χωρίς να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα ή ότι ήταν μάταιο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη φράση και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Είναι σημαντικά συχνή στις καθημερινές συνομιλίες αλλά και σε λογοτεχνικά κείμενα.
Έκανα τα πάντα μάταια για να τον βοηθήσω.
Estudió durante horas, pero el examen fue en vano.
Η φράση "en vano" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράζει την απογοήτευση από την αναποτελεσματικότητα μιας προσπάθειας. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Το να φωνάζεις μάταια δεν θα λύσει το πρόβλημα.
Sus esfuerzos fueron en vano, ya que no le escucharon.
Οι προσπάθειές του ήταν μάταιες, καθώς δεν τον άκουγαν.
Llorar en vano no cambiará la situación.
Το να κλαίει κανείς μάταια δεν θα αλλάξει την κατάσταση.
Invirtiendo dinero en ese proyecto fue en vano.
Η επένδυση χρημάτων σε αυτό το έργο ήταν μάταιη.
La espera fue en vano, nadie vino.
Η αναμονή ήταν μάταια, κανείς δεν ήρθε.
Buscar respuestas en vano puede ser frustrante.
Η αναζήτηση απαντήσεων μάταια μπορεί να είναι απογοητευτική.
El amor no correspondido es a menudo en vano.
Η φράση "en vano" προέρχεται από τα λατινικά "in vanum", όπου "in" σημαίνει "σε" και "vanum" σημαίνει "μάταιο ή κενό".
Συνώνυμα: - inútil (άχρηστος) - sin resultado (χωρίς αποτέλεσμα)
Αντώνυμα: - útil (χρήσιμος) - efectivo (αποτελεσματικός)