Η λέξη "enajenado" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "enajenado" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ena.xeˈna.ðo/
Η λέξη "enajenado" προέρχεται από το ρήμα "enajenar", που σημαίνει να αποξενώνει ή να αλλοτριώνει κάποιον ή κάτι. Στο νομικό πλαίσιο, ιδίως στις περιπτώσεις που σχετίζονται με την ψυχική κατάσταση των ατόμων, χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που έχουν χάσει την ικανότητά τους να κατανοούν ή να ελέγχουν πλήρως τις πράξεις τους λόγω ψυχολογικών ή ψυχιατρικών προβλημάτων.
Η λέξη χρησιμοποιείται με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά κείμενα ή σαφή επαγγελματικά κείμενα.
El acusado fue declarado enajenado mentalmente y no será juzgado.
Ο κατηγορούμενος αναγνωρίστηκε ως ψυχικά αποξενωμένος και δεν θα δικαστεί.
Su comportamiento errático llevó a que lo consideraran enajenado por sus familiares.
Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του οδήγησε τους συγγενείς του να τον θεωρήσουν αποξενωμένο.
Η λέξη "enajenado" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε φράσεις που απευθύνονται σε καταστάσεις διαταραχής ή αποξένωσης.
Estar enajenado en el trabajo puede llevar a graves problemas de salud mental.
Το να είσαι αποξενωμένος στη δουλειά μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας.
La enajenación de su estado emocional ha creado conflictos familiares.
Η αποξένωση της συναισθηματικής του κατάστασης έχει δημιουργήσει οικογενειακές συγκρούσεις.
Muchos jóvenes se sienten enajenados en una sociedad que no los comprende.
Πολλοί νέοι νιώθουν αποξενωμένοι σε μια κοινωνία που δεν τους κατανοεί.
Η λέξη "enajenado" προέρχεται από το λατινικό "alienare", το οποίο σημαίνει "να απομακρύνει" ή "να αλλοτριώσει". Το πρόθεμα "en-" προσθέτει την έννοια της διαδικασίας που οδηγεί σε αυτή την κατάσταση.
Distanciado (απομακρυσμένος)
Αντώνυμα: