enaltecer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

enaltecer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "enaltecer" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "enaltecer" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /enaɾteˈθeɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήσεις

Το "enaltecer" σημαίνει να αποδώσει τιμή ή να υψώσει την αξία κάποιου ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ατόμων για να περιγράψει την πράξη της ύμνου ή της αναγνώρισης κάποιου επιτεύγματος. Έχει συχνή χρήση και στις δύο μορφές λόγου, αλλά κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όταν μιλούμε για επίσημες ή λογοτεχνικές αναγνωρίσεις.

Παραδείγματα

  1. Es importante enaltecer los logros de los estudiantes.
  2. Είναι σημαντικό να εξυμνούμε τα επιτεύγματα των μαθητών.

  3. Decidió enaltecer la memoria de sus antepasados con un monumento.

  4. Αποφάσισε να ανυψώσει τη μνήμη των προγόνων του με ένα μνημείο.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το "enaltecer" εμφανίζεται και σε κάποιες ιδιωτικές ή εθιμοτυπικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αναγνώριση και την τιμή.

Παραδείγματα

  1. La ceremonia está destinada a enaltecer el trabajo de los voluntarios.
  2. Η τελετή έχει σκοπό να εξυμνήσει τη δουλειά των εθελοντών.

  3. A través de sus escritos, busca enaltecer la cultura local.

  4. Μέσω των γραπτών του, επιδιώκει να ανυψώσει τον τοπικό πολιτισμό.

  5. Es fundamental enaltecer la diversidad cultural en nuestra sociedad.

  6. Είναι θεμελιώδες να αναδείξουμε τη πολιτισμική ποικιλομορφία στην κοινωνία μας.

Ετυμολογία

Το "enaltecer" προέρχεται από την ελληνική λέξη "alteza", που σημαίνει ύψος, και το πρόθεμα "en-" υποδηλώνει "σε", "σε κατάσταση". Έτσι, σημαίνει "να τοποθετήσουμε σε ύψος", αναφερόμενο στη διαδικασία της αναγνώρισης της αξίας ή της σπουδαιότητας κάποιου/κάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024