«Enamorarse» είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης «enamorarse» χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ena.moˈɾaɾ.se/
Η λέξη «enamorarse» μεταφράζεται στα Ελληνικά ως «να ερωτευτεί» ή «να ερωτευθεί».
Η λέξη «enamorarse» σημαίνει να ερωτευτείς, να αναπτύξεις αισθήματα αγάπης ή έλξης για κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ρομαντικό πλαίσιο και έχει μια συχνότητα χρήσης που είναι αρκετά υψηλή, ειδικά στον προφορικό λόγο όταν οι άνθρωποι συζητούν για σχέσεις ή συναισθήματα. Στην καθημερινή γλώσσα, είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται σε ερωτικές συζητήσεις ή σε περιπτώσεις που κάποιος μοιράζεται τα συναισθήματά του.
Ella se enamoró de su mejor amigo.
(Εκείνη ερωτεύτηκε τον καλύτερό της φίλο.)
Enamorarse es una experiencia maravillosa.
(Το να ερωτευτείς είναι μια θαυμάσια εμπειρία.)
Nunca pensé que podría enamorarme tan rápido.
(Ποτέ δεννόμιζα ότι θα μπορούσα να ερωτευτώ τόσο γρήγορα.)
Η λέξη «enamorarse» χρησιμοποιείται επίσης σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Εδώ είναι μερικές από αυτές:
«Él se enamoró a primera vista de ella.»
(Αυτός ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά αυτήν.)
Enamorarse de alguien como un tonto.
(Να ερωτευτείς κάποιον όπως ένας ανόητος.)
«A veces uno se enamora de alguien como un tonto sin darse cuenta.»
(Μερικές φορές κάποιος ερωτεύεται κάποιον όπως ένας ανόητος χωρίς να το καταλάβει.)
No puedo evitar enamorarme de ti.
(Δεν μπορώ να αντισταθώ να ερωτευτώ εσένα.)
«Cada vez que te veo, no puedo evitar enamorarme de ti.»
(Κάθε φορά που σε βλέπω, δεν μπορώ να αντισταθώ να ερωτευτώ εσένα.)
Enamorarse locamente.
(Να ερωτευτείς τρελά.)
Η λέξη «enamorarse» προέρχεται από το προθετικό «en» και το «amor» (αγάπη), με το επίθημα «-arse» που υποδηλώνει ανακλαστική ενέργεια. Συνολικά, μπορεί να ερμηνευθεί ως «να πέσεις σε αγάπη» ή «να γίνεις ερωτευμένος».
Συνώνυμα:
- «enamorarse» μπορεί να αντικατασταθεί με «caer en amor» (να πέσεις σε αγάπη) ή «sentir amor» (να αισθανθείς αγάπη).
Αντώνυμα:
- «desenamorarse» (να παύσεις να είσαι ερωτευμένος) ή «odiar» (να μισείς).