Η λέξη "enano" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική αλφαβητική μεταγραφή είναι: /eˈnan.o/
Η λέξη "enano" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα άτομο που είναι πολύ μικρού αναστήματος σε σύγκριση με τους άλλους. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα με νανοειδή ανάπτυξη, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορικούς όρους για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ μικρό. Σε όρους χρήσης, η λέξη "enano" συνήθως χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο παρά σε γραπτές μορφές.
Ο νάνος πήδηξε εκπληκτικά ψηλά.
Siempre he admirado a las personas enanas por su valentía.
Η λέξη "enano" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει μερικές αναφορές κατ' αναλογία:
Μετάφραση: Μερικές φορές νιώθω ότι έχω πολλές ανησυχίες στο κεφάλι μου όταν είμαι αγχωμένος.
"No ser un enano":
Η λέξη "enano" προέρχεται από το λατινικό "nanus," το οποίο σήμαινε "νάνος" και είχε παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - pequeño (μικρός) - bajo (χαμηλός)
Αντώνυμα: - gigante (γίγαντας) - alto (ψηλός)