Το "enarcar" είναι ρήμα.
/enaɾˈkaɾ/
Η λέξη "enarcar" αναφέρεται στη δράση του να σχηματίσει μια καμπύλη ή μια γωνία, ειδικά σε σχέση με το σώμα ή κάποιο αντικείμενο. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της έκφρασης φυσικής κίνησης, όπως το να ανασηκώσει τα χέρια ή να καμπυλώσει την πλάτη. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της μπορεί να φανεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρά προτίμηση στον προφορικό.
(Εκείνη λυγίζει τα φρύδια της όταν δεν καταλαβαίνει κάτι.)
El artista enarcará la escultura para darle un estilo más dinámico.
(Ο καλλιτέχνης θα λυγίσει το άγαλμα για να του δώσει μια πιο δυναμική εμφάνιση.)
Durante la gimnasia, debemos enarcar la espalda correctamente.
Η λέξη "enarcar" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με την κίνηση και την ανατομία. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποια παραδείγματα χρήσης.
(Το να λυγίζεις τα φρύδια μπορεί να είναι σημάδι έκπληξης.)
Al enarcar el cuerpo, muestras confianza en ti mismo.
(Ανασηκώνεται το σώμα, δείχνεις αυτοπεποίθηση.)
Es importante enarcar el arco al tocar el violonchelo.
Η λέξη "enarcar" προέρχεται από το συνδυασμό του προθέματος "en-" (που σημαίνει "σε") και το ουσιαστικό "arco" (που σημαίνει "καμπύλη" ή "αψίδα"). Έτσι δηλώνει την πράξη του σχηματισμού ενός τόξου.
Συνώνυμα: - Curvar (να καμπυλώσει) - Arqueo (ανασήκωση)
Αντώνυμα: - Enderezar (να ισιώσει) - Aplanar (να επίπεδοποιήσει)