Ρήμα
/enkabɾiˈtaɾse/
Η λέξη "encabritarse" χρησιμοποιείται στη σπανική γλώσσα για να δηλώσει την κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο (ή ζώο) γίνεται ανυπότακτο ή εκνευρίζεται. Πιο συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, επικοινωνώντας την ένταση ή την απογοήτευση μιας κατάστασης. Δείχνει επίσης την ψυχολογική αντίδραση ενός ατόμου σε κάτι που θεωρεί ανεπίτρεπτο ή απαράδεκτο.
Το άλογο ξέσπασε όταν άκουσε την καταιγίδα.
No te encabrites por lo que dijeron; no vale la pena.
Μη θυμώνεις για αυτό που είπαν; δεν αξίζει τον κόπο.
Ese tema siempre lo hace encabritarse.
Η λέξη "encabritarse" χρησιμοποιείται επίσης σε ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν εκνευρισμό ή θυμό:
Μην θυμώνεις, πρόκειται απλώς για μια παρεξήγηση.
En lugar de encabritarse, deberías buscar soluciones.
Αντί να θυμώνεις, θα έπρεπε να ψάξεις λύσεις.
Cada vez que tocas ese tema, ella se encabrita.
Η λέξη "encabritarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "cabrito", που σημαίνει "κατσίκι" ή "νεαρός κατσίκας", και η ρίζα σχετίζεται με τη συμπεριφορά αυτών των ζώων, που συχνά αναφέρονται ως ανυπότακτα ή ξεσπαθωμένα. Το κάψιμο του εκνευρισμού ή της ανυπακοής συσχετίζεται με την εικόνα ενός κατσικιού που δεν θέλει να συγκρατηθεί.
Συνώνυμα: - Enfadarse - Alterarse - Molestarse
Αντώνυμα: - Calmarse - Serenarse - Tranquilizarse
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "encabritarse" και τη χρήση της στο ισπανικό γλωσσικό και πολιτιστικό περιβάλλον.