Η λέξη "encachilarse" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δείξει ότι κάποιος εκνευρίζεται ή όταν κάποιος παίρνει φόρα για να κάνει κάτι με πάθος. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
No te encachiles tanto por cosas sin importancia. (Μην εκνευρίζεσαι τόσο για ασήμαντα πράγματα).
Cuando escucha música, se encachila y no para de bailar. (Όταν ακούει μουσική, παίρνει φόρα και δεν σταματάει να χορεύει).
Ετυμολογία:
Η λέξη "encachilarse" προέρχεται από την Αργεντίνικη διάλεκτο, όπου το "cachila" σημαίνει "αίωνιος φίλος".