encachilarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

encachilarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου:

Το "encachilarse" είναι ρήμα στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή:

encaxiˈlaɾse

Μετάφραση:

Ελληνικά: εκνευρίζομαι, παίρνω φόρα

Σημασία / Χρήση:

Η λέξη "encachilarse" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δείξει ότι κάποιος εκνευρίζεται ή όταν κάποιος παίρνει φόρα για να κάνει κάτι με πάθος. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις:

  1. No te encachiles tanto por cosas sin importancia. (Μην εκνευρίζεσαι τόσο για ασήμαντα πράγματα).
  2. Cuando escucha música, se encachila y no para de bailar. (Όταν ακούει μουσική, παίρνει φόρα και δεν σταματάει να χορεύει).

Ετυμολογία:

Η λέξη "encachilarse" προέρχεται από την Αργεντίνικη διάλεκτο, όπου το "cachila" σημαίνει "αίωνιος φίλος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα:



3