Η λέξη "encadenar" στα Ισπανικά σημαίνει να αλυσοδέσεις ή να συνδέσεις κάτι, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα για να υποδηλώσει τη σύνδεση μιας κατάστασης ή συμβάντος με άλλες, ή την αναγκαστική αλληλουχία των γεγονότων. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Το να συνδέσεις τις ιδέες είναι σημαντικό για να κατανοήσεις το θέμα.
Ellos quieren encadenar su éxito a su disciplina.
Αυτοί θέλουν να αλυσοδέσουν την επιτυχία τους με την πειθαρχία τους.
Es fácil encadenar una serie de errores.
Η λέξη "encadenar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα να συνδέεις ιδέες ή σκέψεις κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.
Encadenar fracasos.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ακολουθία αποτυχιών που σχετίζονται μεταξύ τους.
Encadenar emociones.
Σημαίνει την ικανότητα να συνδέεις διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις.
Encadenar eventos.
Η λέξη "encadenar" προέρχεται από το πρόσθετο "en-" (σε, μέσα) και τη λέξη "cadena" (αλυσίδα). Συνεπώς, η ετυμολογία της δηλώνει τη διαδικασία του να βάζεις κάτι σε αλυσίδα ή να το συνδέεις.
conectar (συνδέω)
Αντώνυμα:
Αυτές οι λέξεις παρέχουν επιπλέον οπτικές για τη χρήση και την έννοια του "encadenar" στην ισπανική γλώσσα.