Το "encajar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "encajar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /eŋkaˈxaɾ/
Η λέξη "encajar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να βάζεις κάτι σε ένα άλλο αντικείμενο ή να το κάνεις να ταιριάζει σε κάποιον χώρο. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και στην καθημερινή ομιλία μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά.
El rompecabezas no encaja bien.
(Το παζλ δεν ταιριάζει καλά.)
Es difícil encajar en un grupo nuevo.
(Είναι δύσκολο να ενσωματωθείς σε μια νέα ομάδα.)
Η λέξη "encajar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
La nueva política encaja como anillo al dedo con nuestras necesidades.
(Η νέα πολιτική ταιριάζει τέλεια με τις ανάγκες μας.)
No encajar en el molde.
(Δεν ταιριάζει στο καλούπι.)
Siempre me siento como si no encajara en el molde de la sociedad.
(Πάντα νιώθω ότι δεν ταιριάζω στο καλούπι της κοινωνίας.)
Encajar un golpe.
(Να αντέξεις ένα χτύπημα.)
Η λέξη "encajar" προέρχεται από το προθετικό "en-" που σημαίνει "μέσα" και το λατινικό "cādere", δηλαδή "να πέφτω". Σημαίνει κυριολεκτικά "να πέφτω μέσα".
Συνώνυμα: - acomode (τακτοποιώ) - ajustar (ρυθμίζω)
Αντώνυμα: - desacomodar (αναστατώσω) - desajustar (αλλάζω ή αντίκρισμα)