encajar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

encajar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "encajar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "encajar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /eŋkaˈxaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "encajar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να βάζεις κάτι σε ένα άλλο αντικείμενο ή να το κάνεις να ταιριάζει σε κάποιον χώρο. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και στην καθημερινή ομιλία μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El rompecabezas no encaja bien.
    (Το παζλ δεν ταιριάζει καλά.)

  2. Es difícil encajar en un grupo nuevo.
    (Είναι δύσκολο να ενσωματωθείς σε μια νέα ομάδα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "encajar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

  1. Encajar como anillo al dedo.
    (Ταιριάζει σαν δαχτυλίδι στο δάχτυλο.)
  2. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι τέλεια κατάλληλο.
  3. La nueva política encaja como anillo al dedo con nuestras necesidades.
    (Η νέα πολιτική ταιριάζει τέλεια με τις ανάγκες μας.)

  4. No encajar en el molde.
    (Δεν ταιριάζει στο καλούπι.)

  5. Υποδηλώνει ότι κάποιος ή κάτι δεν πληροί τις προσδοκίες ή τα κριτήρια.
  6. Siempre me siento como si no encajara en el molde de la sociedad.
    (Πάντα νιώθω ότι δεν ταιριάζω στο καλούπι της κοινωνίας.)

  7. Encajar un golpe.
    (Να αντέξεις ένα χτύπημα.)

  8. Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ικανότητα να αντέχεις δυσκολίες.
  9. Después de perder el trabajo, tuvo que encajar un golpe duro.
    (Μετά την απώλεια της δουλειάς, έπρεπε να αντέξει ένα σφοδρό χτύπημα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "encajar" προέρχεται από το προθετικό "en-" που σημαίνει "μέσα" και το λατινικό "cādere", δηλαδή "να πέφτω". Σημαίνει κυριολεκτικά "να πέφτω μέσα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - acomode (τακτοποιώ) - ajustar (ρυθμίζω)

Αντώνυμα: - desacomodar (αναστατώσω) - desajustar (αλλάζω ή αντίκρισμα)



22-07-2024