encajarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

encajarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "encajarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /enkaˈxaɾse/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "encajarse" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - Εντάσσομαι - Εγκλωβίζομαι - Ταιριάζω

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "encajarse" σημαίνει να ενταχθείς ή να ταιριάξεις σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ή κατάσταση. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ικανότητα κάποιου ή κάποιας να προσαρμοστεί ή να βρει τη θέση του/της σε μια ομάδα ή μια κατάσταση. Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό πλαίσιο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Es importante encajarse en el nuevo equipo de trabajo.
    (Είναι σημαντικό να ενταχθείς στην νέα ομάδα εργασίας.)

  2. A veces, es difícil encajarse en un grupo nuevo.
    (Προσωπικές καταστάσεις, είναι δύσκολο να ενταχθείς σε μια νέα ομάδα.)

  3. Intentó encajarse en la conversación, pero no pudo.
    (Προσπάθησε να ενταχθεί στη συζήτηση, αλλά δεν τα κατάφερε.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "encajarse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

  1. No encajar en la sociedad.
    (Δεν ταιριάζω στην κοινωνία.)

  2. Encajarse como un guante.
    (Ταιριάζω τέλεια.)

  3. Encajarse en el rol.
    (Να ενταχθείς στον ρόλο.)

  4. Si no encajas, debes adaptarte.
    (Αν δεν ταιριάζεις, πρέπει να προσαρμοστείς.)

  5. Siempre necesitaba encajarse donde iba.
    (Πάντα χρειαζόταν να ταιριάζει όπου πήγαινε.)

Ετυμολογία

Η λέξη "encajarse" προέρχεται από το πρόθεμα "en-" που δηλώνει κατεύθυνση ή κατάσταση, και το ουσιαστικό "caja" που σημαίνει "κουτί". Εν τω βάθει εννοεί την ιδέα του να μπαίνεις μέσα σε κάτι ή να τοποθετείς τον εαυτό σου σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Integrarse (εντάσσομαι) - Ajustarse (προσαρμόζομαι)

Αντώνυμα: - Desencajarse (εκτουρίνω) - Apartarse (απομακρύνομαι)



23-07-2024