encallar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

encallar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "encallar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Фωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /eŋkaˈʝar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "encallar" χρησιμοποιείται κυρίως στον ναυτικό τομέα για να περιγράψει το φαινόμενο κατά το οποίο ένα πλοίο προσκρούει σε μια ξηρά ή σε άλλο αντικείμενο και αδυνατεί να προχωρήσει. Σε πιο μεταφορικό επίπεδο, μπορεί να υποδηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει "κολλήσει" ή "παγιδευτεί" σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πρόβλημα.

Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ναυτικές συζητήσεις αλλά και σε μεταφορικούς λόγους που περιγράφουν καταστάσεις δύσκολες ή αδιέξοδες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El barco se encalló en la arena.
  2. Το πλοίο προσγειώθηκε στην άμμο.

  3. No debemos dejar que nuestras expectativas se encallen.

  4. Δεν πρέπει να αφήσουμε τις προσδοκίες μας να κολλήσουν.

  5. Si no navegamos con cuidado, podemos encallar en un arrecife.

  6. Αν δεν πλεύσουμε προσεκτικά, μπορεί να προσκρούσουμε σε ένα ύφαλο.

Ιδωιαστικές εκφράσεις

Η λέξη "encallar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.

  1. Estar encallado en el mismo lugar.
  2. Να είσαι κολλημένος στο ίδιο μέρος.

  3. Encallar en problemas.

  4. Να προσκρούσεις σε προβλήματα.

  5. No te encalles en tus pensamientos.

  6. Μη κολλήσεις στις σκέψεις σου.

  7. Sentirse encallado en el trabajo.

  8. Να νιώθεις κολλημένος στη δουλειά.

  9. Encallar por miedo al cambio.

  10. Να προσκρούσεις από φόβο για την αλλαγή.

Ετυμολογία

Η λέξη "encallar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "en-" που σημαίνει "σε" και του ρήματος "callar", που κατά κυριολεξία σημαίνει "να σωπαίνω", αλλά και σε μεταφορικό επίπεδο περιγράφει μια κατάσταση ησυχίας, αδράνειας ή ακινησίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - encallar (να προσκρούσει) - varar (να παρασυρθεί)

Αντώνυμα: - flotar (να επιπλέει) - avanzar (να προχωρηθεί)



23-07-2024