Το "encallar" είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /eŋkaˈʝar/
Η λέξη "encallar" χρησιμοποιείται κυρίως στον ναυτικό τομέα για να περιγράψει το φαινόμενο κατά το οποίο ένα πλοίο προσκρούει σε μια ξηρά ή σε άλλο αντικείμενο και αδυνατεί να προχωρήσει. Σε πιο μεταφορικό επίπεδο, μπορεί να υποδηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει "κολλήσει" ή "παγιδευτεί" σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πρόβλημα.
Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ναυτικές συζητήσεις αλλά και σε μεταφορικούς λόγους που περιγράφουν καταστάσεις δύσκολες ή αδιέξοδες.
Το πλοίο προσγειώθηκε στην άμμο.
No debemos dejar que nuestras expectativas se encallen.
Δεν πρέπει να αφήσουμε τις προσδοκίες μας να κολλήσουν.
Si no navegamos con cuidado, podemos encallar en un arrecife.
Η λέξη "encallar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Να είσαι κολλημένος στο ίδιο μέρος.
Encallar en problemas.
Να προσκρούσεις σε προβλήματα.
No te encalles en tus pensamientos.
Μη κολλήσεις στις σκέψεις σου.
Sentirse encallado en el trabajo.
Να νιώθεις κολλημένος στη δουλειά.
Encallar por miedo al cambio.
Η λέξη "encallar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "en-" που σημαίνει "σε" και του ρήματος "callar", που κατά κυριολεξία σημαίνει "να σωπαίνω", αλλά και σε μεταφορικό επίπεδο περιγράφει μια κατάσταση ησυχίας, αδράνειας ή ακινησίας.
Συνώνυμα: - encallar (να προσκρούσει) - varar (να παρασυρθεί)
Αντώνυμα: - flotar (να επιπλέει) - avanzar (να προχωρηθεί)