Το "encaminar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "encaminar" είναι /en.ka.miˈnaɾ/.
Η λέξη "encaminar" σημαίνει να καθοδηγείς ή να οδηγείς κάποιον προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η συμβουλευτική ή όταν αναφερόμαστε σε φυσικές κατευθύνσεις. Η χρήση της στη γλώσσα μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο.
Οι καθηγητές προσπαθούν να καθοδηγήσουν τους μαθητές προς τη μάθηση.
Voy a encaminar el proyecto hacia un enfoque más sostenible.
Η λέξη "encaminar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να κατευθύνεσαι προς την επιτυχία.
Ελπίζω ότι με σκληρή δουλειά, θα me encamine hacia el éxito.
Encaminar las cosas.
Να τακτοποιήσεις τα πράγματα.
Es importante encaminar las cosas antes de empezar el proyecto.
Encaminar una conversación.
Να οδηγήσεις μια συζήτηση.
Debo encaminar la conversación hacia el tema adecuado.
Η λέξη "encaminar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "en-" (που υποδηλώνει κατεύθυνση ή τοποθέτηση) και του ρήματος "caminar" (που σημαίνει "να περπατώ"), που υπονοεί την έννοια της κατεύθυνσης ή της καθοδήγησης.
Συνώνυμα: - dirigir (διευθύνω) - conducir (οδηγώ) - guiar (καθοδηγώ)
Αντώνυμα: - desviar (παρέκκλιση) - confundir (μπερδεύω)
Αυτές οι πληροφορίες αποτελούν μια πλήρη ανάλυση της λέξης "encaminar".