Encantador είναι ένα επίθετο.
[enkãn̪taˈðoɾ]
Η λέξη "encantador" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι ιδιαίτερα γοητευτικός, ελκυστικός ή μαγευτικός. Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ανθρώπους, αλλά μπορεί επίσης να περιγράψει τοπία, εμπειρίες ή αντικείμενα. Ο όρος χρησιμοποιείται με υψηλή συχνότητα και είναι συχνά πιο κοινός στον προφορικό λόγο, αν και διατηρεί την παρουσία του και στο γραπτό κείμενο.
El paisaje era encantador y todos quedaron impresionados.
Το τοπίο ήταν γοητευτικό και όλοι εντυπωσιάστηκαν.
Su sonrisa encantadora iluminó la habitación.
Το γοητευτικό χαμόγελό της φώτισε το δωμάτιο.
El niño tenía un encanto encantador que atraía a todos.
Το παιδί είχε μια γοητευτική γοητεία που έλκυε όλους.
Η λέξη "encantador" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ser un encantador de serpientes
Να είσαι γοητευτής φιδιών.
(Σημαίνει να είσαι πολύ γοητευτικός ή να ξέρεις πώς να μαγεύεις τους άλλους.)
Estar encantado de la vida
Είμαι γοητευμένος από τη ζωή.
(Σημαίνει να είσαι πολύ ικανοποιημένος και ευτυχισμένος.)
Encantador por fuera, malvado por dentro
Γοητευτικός από έξω, κακός από μέσα.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που φαίνεται καλός εκ πρώτης όψεως αλλά είναι κακός στο εσωτερικό.)
Un encantador encuentro
Μια γοητευτική συνάντηση.
(Αναφέρεται σε μια ευχάριστη και εποικοδομητική συνάντηση.)
Hacer un encantador espectáculo
Να κάνεις ένα γοητευτικό θέαμα.
(Υποδηλώνει την ιδέα ενός εξαιρετικά ευχάριστου και ελκυστικού θεάματος.)
Η λέξη "encantador" προέρχεται από το λατινικό "incantare", που σημαίνει "γοητεύω" ή "μαγεύω".
Συνώνυμα: - Atractivo (ελκυστικός) - Fascinante (μαγευτικός) - Seductor (γοητευτικός)
Αντώνυμα: - Desagradable (μη ευχάριστος) - Aburrido (βαρετός) - Repulsivo (απεχθής)