Verbo (ρήμα)
/enkaraˈmaɾ/
Η λέξη "encaramar" σημαίνει να ανεβάζεις ή να τοποθετείς κάτι σε πιο ψηλό σημείο, να σκαρφαλώνεις ή να εδραιώνεις κάτι σε μια ψηλή θέση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε καταστάσεις που περιλαμβάνουν σκαρφάλωμα ή την τοποθέτηση αντικειμένων σε ύψος, και εμφανίζεται σε διάφορες καταστάσεις στη γλώσσα. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Το παιδί σκαρφάλωσε στο δέντρο για να δει καλύτερα.
Ella encaramó los libros en la estantería.
Αυτή ανέβασε τα βιβλία στην βιβλιοθήκη.
Nosotros necesitamos encaramar la bandera más alta.
Encarmar δεν εμφανίζεται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε περιγραφές καταστάσεων. Ωστόσο, μπορεί να βρείτε τις παρακάτω προτάσεις χρήσιμες:
Να σκαρφαλώσεις σε μια δύσκολη κατάσταση.
No te encames alto.
Μην σκαρφαλώνεις ψηλά. (Μην ρισκάρεις υπερβολικά.)
Después de encaramarme a la cima, todo fue más fácil.
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική "caramare", που σημαίνει "να σηκώσω" ή "να εκτοξεύσω".
Συνώνυμα: - elevar - levantar - alzar
Αντώνυμα: - bajar (να κατεβάσω) - descender (να κατέβω)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "encaramar" στη γλώσσα Ισπανικά.