Η λέξη "esmerilado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "esmerilado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /es.me.ɾiˈla.ðo/.
Η λέξη "esmerilado" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - "τετραγωνισμένος" - "σφαλμένος" (σε κάποιες περιπτώσεις) - "αμυδραγμένος" (όταν αναφέρεται σε υλικά)
Η λέξη "esmerilado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει υποστεί επεξεργασία με τη μέθοδο του σμυριδιού, συνήθως αναφερόμενη σε επιφάνειες που έχουν γίνει πιο ματ ή πιο τραχείες. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η βιομηχανία, η τέχνη και η κατασκευή. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
El cristal es esmerilado para dar privacidad.
(Το γυαλί είναι σφαλμένο για να δώσει ιδιωτικότητα.)
La superficie de la mesa está esmerilada para evitar deslizamientos.
(Η επιφάνεια του τραπεζιού είναι αμυδραγμένη για να αποφεύγονται οι ολισθήσεις.)
Η λέξη "esmerilado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την επεξεργασία και τα υλικά. Εδώ είναι μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
El proceso de esmerilado es esencial para obtener acabados de calidad.
(Η διαδικασία του σμυριδιού είναι απαραίτητη για να αποκτηθούν ποιοτικά φινιρίσματα.)
A veces, un objeto esmerilado puede parecer más elegante en comparación con uno pulido.
(Μερικές φορές, ένα σφαλμένο αντικείμενο μπορεί να φαίνεται πιο κομψό σε σύγκριση με ένα γυαλισμένο.)
La técnica de esmerilado en la cerámica añade un toque rústico.
(Η τεχνική του σμυριδιού στην κεραμική προσθέτει μια ρουστίκ πινελιά.)
Η λέξη "esmerilado" προέρχεται από το ρήμα "esmerilar", το οποίο προέρχεται από το "esmeril", που σημαίνει "σμυρίτη". Η ετυμολογία αυτή δείχνει τη σύνδεση με τη διαδικασία κατασκευής και επεξεργασίας.
Συνώνυμα: - Matizado - Satinado (σε συγκεκριμένα πλαίσια)
Αντώνυμα: - Pulido (γυαλισμένο) - Brillante (λαμπερό)