Esmero είναι ουσιαστικό.
/esˈmeɾo/
Η λέξη esmero αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου κάποιος εργάζεται με προσοχή, επιμέλεια και φροντίδα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία δίδεται μεγάλη προσοχή και φροντίδα σε κάτι. Στην ισπανική γλώσσα, εμφανίζεται σε ποικιλία κοινωνικών και επαγγελματικών συμφραζομένων και έχει αρκετή συχνότητα χρήσης, κυρίως σε γραπτό λόγο.
Αυτή έκανε τη δουλειά της με επιμέλεια.
El director pidió que se le prestara más esmero a la presentación.
Ενώ η λέξη esmero δεν είναι απαραίτητα μέρος πολλών καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να ενσωματωθεί σε περισσότερα εκφραστικά συμφραζόμενα. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για να επισημάνει την ποιότητα της εργασίας ή την προσέγγιση σε ένα πρόβλημα.
Να κάνεις κάτι χωρίς φροντίδα δεν είναι σκόπιμο.
El esmero en los detalles hace la diferencia.
Η προσοχή στις λεπτομέρειες κάνει τη διαφορά.
Un trabajo realizado con esmero siempre recibe elogios.
Η λέξη esmero προέρχεται από το λατινικό exmerare, που σημαίνει "να βγάλει έξω" ή να υπογραμμίσει τη συνείδηση και την προσοχή σε δραστηριότητες που απαιτούν κόπο και δεξιότητα.
Συνώνυμα: - atención (προσοχή) - cuidado (φροντίδα) - dedicación (αφοσίωση)
Αντώνυμα: - negligencia (αμέλεια) - descuido (αδιαφορία) - desinterés (αδιαφορία)