Η λέξη "español" είναι επίθετο και ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "español" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /es.pa.ˈɲol/.
Η λέξη "español" αναφέρεται στη γλώσσα που ομιλείται στην Ισπανία και σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την Ισπανία ή την ισπανική κουλτούρα. Χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς, αλλά πιο συχνά στον προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε στη γλώσσα.
Μαθαίνω Ισπανικά.
El español es hablado en muchos países.
Τα Ισπανικά ομιλούνται σε πολλές χώρες.
Me gusta la música español.
Η λέξη "español" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον πολιτισμό και τη γλώσσα:
Να μιλάει κανείς ισπανικά όπως ο ντόπιος.
El español es la segunda lengua más hablada.
Τα Ισπανικά είναι η δεύτερη πιο ομιλούμενη γλώσσα.
Aprender español es una gran ventaja.
Η εκμάθηση των Ισπανικών είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
La literatura español es muy rica.
Η ισπανική λογοτεχνία είναι πολύ πλούσια.
Los hablantes de español son muy amigables.
Οι ομιλητές των Ισπανικών είναι πολύ φιλικοί.
El español tiene muchas variaciones.
Η λέξη "español" προέρχεται από το Λατινικό "hispaniolus", που σημαίνει "μικρός Ισπανός". Επίσης προέρχεται από τον όρο "Hispania", που αναφερόταν στη ρωμαϊκή επαρχία που περιλάμβανε την Ιβηρική χερσόνησο.