Το "españolear" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να μιλά κάποιος στα Ισπανικά με έντονη ιδιοματική ή περιφερειώτικη προφορά. Ωστόσο, δεν είναι μια κοινή λέξη και δεν χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές Προτάσεις
Me gusta españolear con acento andaluz. (Μου αρέσει να μιλάω Ισπανικά με Ανδαλουσιανή προφορά.)
Sus amigos le critican porque siempre está españoleando al hablar. (Οι φίλοι του τον κριτικάρουν επειδή μιλάει πάντα με έντονη περιφερειακή προφορά.)
Ετυμολογία
Το ρήμα "españolear" προέρχεται από τη λέξη "español" που σημαίνει "ισπανικά", με την προσθήκη του καταλήξη "-ear" που υποδηλώνει μια δράση που γίνεται επανειλημμένα.
Συνώνυμα
Hablar en español (Μιλώ στα Ισπανικά)
Pronunciar con acento español (Προφέρω με ισπανικό "άκεντο")
Αντώνυμα
Naturalizar el habla (Φυσιολογικοποιώ την ομιλία)
Pronunciar con acento neutro (Προφέρω με ουδέτερο "άκεντο")