Η λέξη "espacio" είναι ουσιαστικό.
[esˈpaθjo] (Ισπανικά - με το "θ" να προφέρεται όπως το "th" στα αγγλικά)
Η λέξη "espacio" αναφέρεται σε έννοιες όπως ο χώρος ή το διάστημα, είτε φυσικό είτε αφηρημένο. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης στον καθημερινό λόγο αλλά και στην επιστημονική κοινότητα, όπως στη φυσική και την αστρονομία.
Ο εξωτερικός χώρος είναι συναρπαστικός.
No hay suficiente espacio en esta habitación.
Δεν υπάρχει αρκετός χώρος σε αυτό το δωμάτιο.
Necesitamos más espacio para almacenar las cajas.
Η λέξη "espacio" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανία:
Δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολίες.
Dame un poco de espacio.
Δώσε μου λίγο χώρο.
En el espacio de una semana, todo cambió.
Στο διάστημα μιας εβδομάδας, τα πάντα άλλαξαν.
Espacio para la creatividad.
Χώρος για την δημιουργικότητα.
Hay que crear un espacio de diálogo.
Η λέξη "espacio" προέρχεται από το λατινικό "spatium", το οποίο σημαίνει "χώρος" ή "διάστημα".
Συνώνυμα: - lugar (μέρος) - zona (ζώνη)
Αντώνυμα: - congestión (συγκέντρωση) - limitación (περιορισμός)