esparcido είναι επίθετο.
/esparˈθiðo/ (στην Ισπανία) ή /esparˈσido/ (σε χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη esparcido σημαίνει ότι κάτι έχει διασκορπιστεί ή έχει διασπαρθεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει αντικείμενα, ιδέες ή πληροφορίες που δεν είναι συγκεντρωμένα σε ένα μόνο σημείο, αλλά διανέμονται σε πιο ευρεία έκταση. Η χρήση της λέξης είναι εξίσου συχνή στον προφορικό και γραπτό λόγο.
La arena estaba esparcida por toda la playa.
Η άμμος ήταν διασκορπισμένη σε όλη την παραλία.
Los documentos estaban esparcidos sobre la mesa.
Τα έγγραφα ήταν διασπαρμένα πάνω στο τραπέζι.
Las semillas fueron esparcidas por el viento.
Οι σπόροι διασκορπίστηκαν από τον άνεμο.
Η λέξη esparcido χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να ενισχύσει την έννοια της διασποράς ή της διάχυσης:
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πληροφορίες ή περιεχόμενο που έχει διασπαρεί σε διάφορες πλατφόρμες online.)
Ideas esparcidas en el aire.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδέες που κυκλοφορούν αλλά δεν είναι συγκεντρωμένες ή οργανωμένες.)
Sentimientos esparcidos.
(Αναφέρεται σε συναισθήματα που δεν είναι συγκεντρωμένα ή είναι ασαφή.)
Rumores esparcidos por la ciudad.
Η λέξη esparcido προέρχεται από το ρήμα esparcir, που σημαίνει "διασκορπίζω". Ετυμολογικά, η ρίζα του ρήματος προέρχεται από το λατινικό spargere, το οποίο έχει την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - disperso (διασκορπισμένος) - diseminado (διασπαρμένος)
Αντώνυμα: - concentrado (συγκεντρωμένος) - unido (ενωμένος)