esparcido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

esparcido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

esparcido είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/esparˈθiðo/ (στην Ισπανία) ή /esparˈσido/ (σε χώρες της Λατινικής Αμερικής).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη esparcido σημαίνει ότι κάτι έχει διασκορπιστεί ή έχει διασπαρθεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει αντικείμενα, ιδέες ή πληροφορίες που δεν είναι συγκεντρωμένα σε ένα μόνο σημείο, αλλά διανέμονται σε πιο ευρεία έκταση. Η χρήση της λέξης είναι εξίσου συχνή στον προφορικό και γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La arena estaba esparcida por toda la playa.
    Η άμμος ήταν διασκορπισμένη σε όλη την παραλία.

  2. Los documentos estaban esparcidos sobre la mesa.
    Τα έγγραφα ήταν διασπαρμένα πάνω στο τραπέζι.

  3. Las semillas fueron esparcidas por el viento.
    Οι σπόροι διασκορπίστηκαν από τον άνεμο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη esparcido χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να ενισχύσει την έννοια της διασποράς ή της διάχυσης:

  1. Esparcido por la red.
  2. Διασκορπισμένο στο διαδίκτυο.
  3. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πληροφορίες ή περιεχόμενο που έχει διασπαρεί σε διάφορες πλατφόρμες online.)

  4. Ideas esparcidas en el aire.

  5. Ιδέες διασκορπισμένες στον αέρα.
  6. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδέες που κυκλοφορούν αλλά δεν είναι συγκεντρωμένες ή οργανωμένες.)

  7. Sentimientos esparcidos.

  8. Διασκορπισμένα συναισθήματα.
  9. (Αναφέρεται σε συναισθήματα που δεν είναι συγκεντρωμένα ή είναι ασαφή.)

  10. Rumores esparcidos por la ciudad.

  11. Φήμες που διασκορπίστηκαν στην πόλη.
  12. (Αναφέρεται σε φήμες που έχουν διαρρεύσει σε πολλές περιοχές της πόλης.)

Ετυμολογία

Η λέξη esparcido προέρχεται από το ρήμα esparcir, που σημαίνει "διασκορπίζω". Ετυμολογικά, η ρίζα του ρήματος προέρχεται από το λατινικό spargere, το οποίο έχει την ίδια σημασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - disperso (διασκορπισμένος) - diseminado (διασπαρμένος)

Αντώνυμα: - concentrado (συγκεντρωμένος) - unido (ενωμένος)



23-07-2024