Το "esparcir" είναι ρήμα.
/ezpaɾˈθiɾ/
Η λέξη "esparcir" σημαίνει να χωρίσεις ή να διασκορπίσεις κάτι σε μεγάλες αποστάσεις ή σε διαφορετικά μέρη. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και σε ποικίλα γραπτά κείμενα. Η συχνότητά της είναι μέτρια και μπορεί να συναντηθεί σε καθημερινές συνομιλίες καθώς και σε περισσότερα επίσημα κείμενα.
Es necesario esparcir la semilla en toda la tierra.
(Είναι απαραίτητο να διασκορπίσουμε τον σπόρο σε όλη τη γη.)
Decidimos esparcir la ceniza en el mar.
(Αποφασίσαμε να σκορπίσουμε την τέφρα στη θάλασσα.)
El viento empezó a esparcir las hojas secas por el camino.
(Ο άνεμος άρχισε να σκορπίζει τα ξερά φύλλα στο δρόμο.)
Η λέξη "esparcir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Esparcir la alegría.
(Σκορπίζω την χαρά.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έννοια του μοιράσματος της χαράς με άλλους.
Esparcir rumores.
(Σκορπίζω φήμες.)
Συχνά αναφέρεται στην πράξη της διαδόσεως μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών.
Esparcir el amor.
(Σκορπίζω την αγάπη.)
Αναφέρεται στην ιδέα της διάδοσης θετικών συναισθημάτων στους άλλους.
No hay que esparcir el odio.
(Δεν πρέπει να σκορπίζουμε το μίσος.)
Υποδεικνύει την ανάγκη αποφυγής της διάδοσης αρνητικών συναισθημάτων.
Η λέξη "esparcir" προέρχεται από το λατινικό "spargere", που σημαίνει "να σκορπίζω ή να διασκορπίζω".
Συνώνυμα: - dispersar - difundir - extender
Αντώνυμα: - recoger (να μαζεύω) - concentrar (να συγκεντρώνω)