Η λέξη "esparcirse" αναφέρεται στη διαδικασία του να διασκορπίζεται ή να εξαπλώνεται κάτι σε διάφορες κατευθύνσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις που αφορά την εξάπλωση ιδεών, πληροφοριών ή ακόμα και φυσικών στοιχείων όπως το φως ή οι σπόροι. Στη γλώσσα Ισπανικά, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, καθώς και σε γραπτά κείμενα.
Οι φήμες άρχισαν να διασκορπίζονται στην πόλη.
Cuando llueve, el agua se esparce por todo el suelo.
Όταν βρέχει, το νερό εξαπλώνεται σε όλο το έδαφος.
Las noticias se esparcieron rápidamente en las redes sociales.
Η λέξη "esparcirse" είναι σημαντικό μέρος διαφόρων ιδιωματικών εκφράσεων και φράσεων που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή γλώσσα.
Η γνώση διασκορπίζεται όπως η φωτιά.
Los problemas tienden a esparcirse si no se abordan a tiempo.
Τα προβλήματα τείνουν να διασκορπίζονται αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως.
Las ideas se esparcen rápidamente entre amigos.
Οι ιδέες διασκορπίζονται γρήγορα μεταξύ φίλων.
El mal olor se esparce por toda la habitación.
Η λέξη "esparcirse" προέρχεται από το λατινικό "sparsio", που σημαίνει «διασκόρπισμα». Αρχικά, σχετίζεται με την πράξη του σκόρπισης, με τη ρίζα "spargere" που σημαίνει «σκορπίζω» ή «διασπείρω».
extenderse
Αντώνυμα:
Με αυτά τα στοιχεία, μπορείτε να αποκτήσετε μια συνολική εικόνα για τη λέξη "esparcirse" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.