Η λέξη "espasmo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "espasmo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [esˈpaz.mo]
Η λέξη "espasmo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "σπασμός".
Η λέξη "espasmo" αναφέρεται σε μια ξαφνική και ακούσια σύσπαση μυών ή σε μια συναισθηματική έκρηξη. Χρησιμοποιείται σε ιατρικό πλαίσιο όταν περιγράφει φαινόμενα όπως οι μυϊκοί σπασμοί ή οι προσβολές που σχετίζονται με διάφορες καταστάσεις υγείας. Στην καθημερινή γλώσσα, ο όρος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει μια έντονη συναισθηματική αντίδραση.
Η λέξη "espasmo" χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με παθήσεις.
El paciente sufrió un espasmo muscular en la pierna.
(Ο ασθενής υπέστη έναν μυϊκό σπασμό στο πόδι.)
Durante el ataque de risa, tuvo un espasmo en el abdomen.
(Κατά τη διάρκεια της κρίσης γέλιου, είχε έναν σπασμό στην κοιλιά.)
Η λέξη "espasmo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συνδυασμούς που σχετίζονται με το άγχος ή τις συναισθηματικές αντιδράσεις.
Estaba tan nervioso que sentí un espasmo en el pecho.
(Ήμουν τόσο νευρικός που ένιωσα έναν σπασμό στο στήθος.)
La emoción del momento provocó un espasmo en su voz.
(Η συναισθηματική στιγμή προκάλεσε έναν σπασμό στη φωνή του.)
El espasmo de alegría fue contagioso entre los presentes.
(Ο σπασμός της χαράς ήταν μεταδοτικός μεταξύ των παρισταμένων.)
Los espasmos de risa no dejaban de interrumpir la conversación.
(Οι σπασμοί του γέλιου δεν σταματούσαν να διακόπτουν τη συζήτηση.)
Η λέξη "espasmo" προέρχεται από το ελληνικό "σπασμός" (spasmos), μέσω του λατινικού "spasmus".
Συνώνυμα:
- contracción (σύσπαση)
- convulsión (κρίση)
Αντώνυμα:
- relajación (χαλάρωση)
- tranquilidad (ηρεμία)