especia είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [esˈpeθia] (στην Ισπανία) / [esˈpeɾia] (στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη especia αναφέρεται κυρίως σε μπαχαρικά, δηλαδή ουσίες που προέρχονται από φυτά και χρησιμοποιούνται για τη γεύση, την αρωματική ή τη συντηρητική τους αξία στο φαγητό. Η χρήση της λέξης είναι συχνή σε γενικές συζητήσεις για τη μαγειρική στις ισπανόφωνες χώρες. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιθανότερο να συναντήσουμε αυτή τη λέξη στο γραπτό κείμενο, όταν μιλάμε για ειδικές μαγειρικές ή διατροφικές πρακτικές.
Me gusta añadir especia a mis platos.
(Μου αρέσει να προσθέτω μπαχαρικά στα πιάτα μου.)
La especia más común es el pimentón.
(Το πιο κοινό μπαχαρικό είναι το πάπρικα.)
Es importante elegir la especia adecuada para cada receta.
(Είναι σημαντικό να επιλέγουμε το κατάλληλο μπαχαρικό για κάθε συνταγή.)
Η λέξη especia χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε φράσεις που σχετίζονται με τη μαγειρική ή την κουλτούρα της γεύσης. Ορισμένες παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Dar sabor con especia.
(Να προσθέτεις γεύση με μπαχαρικά.)
Cada cocina tiene su propia especia.
(Κάθε κουζίνα έχει το δικό της μπαχαρικό.)
No hay comida sin especia.
(Δεν υπάρχει φαγητό χωρίς μπαχαρικά.)
Η λέξη προέρχεται από τα Λατινικά "species", που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα διάφορα είδη, κυρίως σε σχέση με φυτά και βότανα.
Συνώνυμα:
- condimento
- hierbas (βότανα)
Αντώνυμα:
- insípido (άγευστος)
- soso (άγευστος)
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "especia" με όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες.